29 Μαρ 2009

Σπονδή

Τους ποιητές , μην τους αφήνουμε στο δρόμο.
Να τους ακολουθούμε
στην κόψη των ονείρων μας.
Καρφιά που σημαδεύουν
τα μυστικά λημέρια της καρδιάς μας.

Χωρίς πληγές
δεν ζωγραφίζουνε τον κόσμο.

26 Μαρ 2009

ΓΑΛΗΝΗ

Γριά με το σκαμμένο πρόσωπο.
Σκαρί φαγωμένο από αγρίμια της λήθης των καιρών.
Σ' αντάμωσα στην ερημιά του δρόμου.
Ασάλευτο βλέμμα της σαύρας
να σαϊτεύει παιγνίδι της ανεμελιάς.
Σώμα κοντά στη γη
που καρτερεί τον ήλιο
να κινήσει το παγωμένο αίμα της νύχτας.
Βλέμμα της σαύρας
που χλεύαζε το δόλο της δύναμης,
τον έρωτα του δροσερού ξύλου.
Χαμήλωσα τα μάτια,
απέστρεψα το πρόσωπο
και τάχυνα το βήμα μου.
Μακριά από τη σαύρα.
Μακριά από το βέβαιο
και γαλήνιο τόνο της ματιάς της.

17 Μαρ 2009

ΠΕΡΑ ΑΠ ΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ

Ο γέρος στο έρημο νησί
λάξεψε την αδρή μορφή του
στην πάχνη της αυγής.
Το πρώτο φως βλόγησε τη μοναξιά του
κι ο αγέρας γύρισε πίσω το τραγούδι της Θάλασσας.
Η καρδιά του άδραξε τους ήχους της γης.
«Λεν έχω πού ν' ακουμπήσω την ευχή μου.»
Μια αστραπή στα μάτια
χύθηκε βαθιά,
πέρα από τον ορίζοντα.

ΤΙΜΗΜΑ

Τις Κυριακές
η πολυτραγουδημένη μελαγχολία
σαν πούσι ρίχνει
στις καρδιές τη γλίνα της.
Μου φαίνεται περίεργο που η σκόλη,
η κερδισμένη με αίμα, να μη ξαλαφρώνει.
Είναι φορές,
που οι ηλιαχτίδες
της πρώτης εργασίμου
σμίγουν με την ανατριχίλα του κορμιού
που δέχτηκε τη ζωογόνο αύρα της αυγής.
Πόσο απόθεμα ελπίδας κρύβουμε;
Υπάρχουμε στην προοπτική.
Στην προσδοκία της Κυριακής
που μεταγγίζει καθημερινόφτερούγισμα απαντοχής

ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

Τις Κυριακές
η πολυτραγουόημένη μελαγχολία
σαν πούσι ρίχνει
στις καρδιές τη γλίνα της.
Μου φαίνεται περίεργο που η σκόλη,
η κερδισμένη με αίμα, να μη ξαλαφρώνει.
Είναι φορές,
που οι ηλιαχτίδες
της πρώτης εργασίμου
σμίγουν με την ανατριχίλα του κορμιού
που δέχτηκε τη ζωογόνο αύρα της αυγής.
Πόσο απόθεμα ελπίδας κρύβουμε;
Υπάρχουμε στην προοπτική.
Στην προσδοκία της Κυριακής
που μεταγγίζει καθημερινόφτερούγισμα απαντοχής

ΑΝΤΙΔΩΡΟ

Όταν κόβεις κομμάτια
απ' την ψυχή σου
μοιράζοντας τα
σ' έναν κόσμο παγωμένο
ζεσταίνεις τις καρδιές των ανθρώπων.
Κι η ψυχή σου
δεν τελειώνει.
Όσο δίνεις,
τόσο μεγαλώνει,
για να χωρέσει
όλο το χιόνι της γης.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Διορθώσαμε τις στραβές γραμμές
και τακτοποιήσαμε τα περιθώρια συμμετρικά.
Ελέγξαμε κάθε λέξη από το κείμενο
καθαρογράφοντας τις παραγράφους.
Υπογραμμίσαμε τους τίτλους με κόκκινο
και περιβάλαμε με πράσινο τους αριθμούς.
Προσέξαμε τη στίξη, τους τόνους
καθώς και την ομοιομορφία
στα ονόματα των ανθρώπων
που συναντούσαμε
περισσότερο από μια φορά.
Κι αφού το κοιτάξαμε ήσυχοι,
ξαλαφρωμένοι το τοποθετήσαμε
με ευλάβεια στο αρχείο μας.
Πέρασε ακόμη μια μέρα από τη ζωή μας.

ΑΠΟΣΤΑΣΗ

Δε γράφουμε πια γράμματα στους φίλους μας
και ης κρυφές μας σκέψεις τις κρατάμε.
Δε συνομιλούμε. Κοιταζόμαστε.
Και η αγάπη σε χειμερία νάρκη.
Κι ίσως να 'ναι καλύτερα έτσι.
Τουλάχιστον μένουν κλειστές,
προστατευμένες από την αδιακρισία
ή την άγνοια οι πηγές της οδύνης

ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ

Κλείσανε το παράθυρο στο εργοστάσιο.
Ο ήλιος ζέσταινε τα κορμιά
ηδονικά ξεκουρδίζοντάς τα
σπάζοντας τη συντονισμένη,
επιδέξια κίνηση τους.
Η στερεή μορφή της μαριονέτας έλιωνε
κι οι μαλακές γραμμές
άλλαζαν με ποικιλία το περίγραμμα.
Στην παρείσακτη ηλιαχτίδα
τα μάτια παίρναν τα χρώματα της ίριδας
κι οι καρδιές συνταξίδευαν.
Κλείσανε το παράθυρο.
Διώξαν το φως.
Οι ζωγραφιές τους τυπώθηκαν τώρα
σε χιλιάδες πανομοιότυπα σχήματα.
Χωρίς σπασμένες γραμμές.
Χωρίς διαφάνεια.
Χωρίς χρώμα.
Προπάντων,
χωρίς παρέκκλιση.

ΠΑΛΜΟΙ

Τα πρωινά στον ξεχασμένο κάμπο κοιτούσαμε με απορία
τις ρυτίδες, το κυρτωμένο κορμί του πατέρα
και στ' αυτιά μας έφταναν ήχοι
από τις παράξενες συνομιλίες του
με το νερό καθώς πότιζε το περιβόλι.
Χαμογελούσαμε με συγκατάβαση
όταν μουρμούριζε στο χώμα:
«Γιατί η καρδιά μας δε γερνάει;
Γιατί επιμένουμε;»
Το γήρασμα της καρδιάς
θεωρούσαμε φυσικό
ν' ακολουθεί τις πληγές του σώματος.
Ήμασταν ακόμα παιδιά...
Η καρδιά μας τώρα,
πάλλει στον ίδιο το ρυθμό,
με τη νεανική ένταση
να σπρώχνει το αίμα
στις κουρασμένες πια αρτηρίες.
Μεθυσμένη, ονειρώδης,
πάλλει η καρδιά
και γλιστρά η ζωή
σαν δροσερός αγέρας
μέσα από τις χαραμάδες
και τα ανοίγματα του χρόνου.

ΧΩΡΙΣ ΝΟΗΜΑ

Το παιδί ρώτησε πάλι τους μεγάλους
αν εφέτος ο Αϊ-Βασίλης θα του μιλήσει
σαν ακούσει το μεγάλο ευχαριστώ για τα πλούσια δώρα του.
Η απόκριση μας
ένα μουρμουρητό χωρίς νόημα.
Το παιδί τεντώνει την ψυχή
να συλλάβει την αρμονία των ήχων...
Ορθά τα μάτια
μαχαιρώνουν το λόγο
κι επίμονα μας πολιορκούν:
«Ποιος σέρνει το έλκηθρο μέσα στα χιόνια;»

ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Κοιτάζει το φεγγάρι απ' το παράθυρο.
Μάταια προσπαθεί να το αγκαλιάσει.
Κι όμως φαίνεται να 'ναι πλάι της. Απλώνει το χέρι.
Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών.
Βγαίνει έξω στην αυλή προς το πηγάδι.
Το φεγγάρι έχει τώρα έναν αδελφό
που επιπλέει χορεύοντας
στο νερό του πηγαδιού.
Αρπάζει τον κουβά,
μαζεύει το φεγγάρι
και με λαχτάρα το σφαλίζει
καλύπτοντας το
με τα δυο μικρά της χέρια.

ΤΑΞΙΔΙΑ

Περάσαμε τη ζωή μας ταξιδεύοντας
στους λερούς δρόμους του Μπρούκλιν.
Παίξαμε, εκ του ασφαλούς,
διασχίζοντας το Σέντραλ Παρκ,
ανατριχιάζοντας σε κάθε κίνηση σκιών των απεγνωσμένων.
Χαζέψαμε την αγωνία
των βετεράνων του Βιετνάμ
που έκοβαν στα δυο, με ειδικά μαχαίρια, την ψυχή τους.
Κρατήσαμε συντροφιά
στους μοναχικούς καβαλάρηδες
και ψάλλαμε δυνατά
στις εκκλησίες των νέγρων.
Όταν άναβαν τα φώτα,
αναγνωρίζαμε τους ίδιους ίσκιους
στα πρόσωπα των ανθρώπων
που κάθε βράδυ παίρναν το ίδιο τραίνο,
την ίδια ώρα, κι από τον ίδιο πάντα σταθμό.
Το τραίνο που δεν ακολουθούσε
ποτέ το ίδιο δρομολόγιο
και δε γνώριζες
τους ενδιάμεσους σταθμούς,
ούτε το τέρμα.
Κι όταν ξανάσβηναν τα φώτα, πάλι ταξίδια.
Ταξίδια που δεν έγιναν, κι όμως υπήρξαν.

ΕΓΕΡΣΗ

Μορφές, σχήματα και επιθυμίες
στο υγρό πέπλο της αυγής.
Λευκά περιστέρια φέραν το μήνυμα
και τ' απίθωσαν στο πεζούλι.
Τα παράθυρα μια χαραμάδα...
Λιωμένο χρυσάφι δρασκελά
παίζοντας με το βάρος
που κράτησε τα βλέφαρα κλειστά.
Άγγιξε τους μαύρους κύκλους.
Στάζει βαθύ χρυσό
στους αρμούς της μνήμης
και απαλά, διακριτικά,
- σχεδόν ανεπαίσθητα -
προλειαίνει την έγερση μας.

ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΗ

Μέσα σε κάθε συμβιβασμό
κτίζεται ο τάφος
μιας στιγμής του μέλλοντος.
Η γαλήνη που σε κέρδισε
έκρυψε όλους τους ανέμους στο ασκί
και ζωγράφισε τη μορφή σον
μούμια των ερήμων
άλαλη στο χρόνο.

Η ΑΓΑΠΗ

Νιώσαμε πως δε μαστορεύεται η αγάπη
κι ούτε ακολουθεί σαν πιστό σκυλί
τις τρομαγμένες ψυχές.
Κι ούτε υπόσχεται ανάπαυση
μήτε εξαγοράζεται
με ράβδους σοφίας ή χρυσού.
Είδαμε το πρόσωπο της
που δεν ήταν άσκαφτο
μα ούτε φαγωμένο.
Ο καρπός που δε βαστά πια στο δέντρο
αλλά και δε χαραμίζεται στο χώμα
μήτε στ' άγουρα σπάργανα της άγνοιας.
Μια λαχτάρα κρέμεται από το δέντρο
της Ζωής έτοιμη ν' αφήσει τη μήτρα,
έτοιμη για βρώση.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ελευθερία - κρυμμένη πίσω απ' τ' όνομα σου.
Παιγνίδι στο χέρι του Δόλου
πώς μπορείς να ησυχάζεις στη νάρκη
που βύθισε τ' όνειρο;
Στου φεγγαριού την ασπράδα,
γράφεις ανέμελους ύμνους
εσύ, η ξεριζωμένη ροδιά
που κουράστηκε να ψάχνει
για κοράλλια στο διάφανο δέρμα.
Ελευθερία, δανεισμένο όνομα.
Σου κλέψαν το κορμί
και στόλισαν το φάντασμα σου
μ' όλα τα πλούτη,
μ' όλες τις συλλαβές σου
και σε κρέμασαν έξω από τα παράθυρα των οπαδών σου.
Ένα σκιάχτρο γίνανε οι νύχτες που διψούν το κλεμμένο σου σώμα.

ΑΤΙΤΛΟ

Έχεις στο χέρι σον την αγάπη
που δονεί τη φτερούγα των αγγέλων
και σε παίρνει πέρα στη νύχτα
των ανθρώπων που σου άνοιξαν
την πόρτα της ψυχής και των σωμάτων.
Γιατί ανοίγεις διάπλατα τα χέρια
στους ουρανούς -τρελός- μέσα στην πρόνοια του σαρκίου σου;
Ο κόσμος πασκίζει να μας απαλλάξει από το βάρος της ψυχής μας.

ΜΟΡΦΟΥ 1992

Φως πολύεδρο.
Άγουροι καρποί του σφρίγους
σ' εκτεθειμένα σώματα
στα χείλη της κλεμμένης γης.
Βλαστοί, σαν πληγές ανάλλαγες της νοτιάς,
σφράγισαν στην υγρασία των ίσκιων
τις πρώτες διαθέσεις...
Άνυδρα τώρα μέρη τρέφουν τους ίσκιους.
Μια μνρωδιά από ένα μανταρίνι
που δεν πρόλαβα να ξεφλουδίσω αρμενίζει
στις θολές γραμμές των νοτισμένων κήπων...
Κτίσαμε καράβια
για να μας είναι πιο εύκολο
το ξερίζωμα.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΣΥΝΕΣΤΙΑΣΗ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΟΡΦΟΥ (ΛΕΥΚΩΣΙΑ 1990)

Όταν ήμασταν έφηβοι, ξανοιγόμασταν
στο περιβόλι ή στο ακρογιάλι
με τις πέτρες και την κόκκινη θάλασσα.
Τ' απογεύματα, με την αρμύρα στους γυμνούς ώμους,
ανεβαίναμε στο θέατρο των Σόλων
και χαϊδεύαμε από ψηλά τα κίτρινα στάχια
που 'σβηναν κύματα - κύματα
στην αποβάθρα του μεταλλείου.
Πέρα στον ορίζοντα, σαν σκιές, καράβια
ή οι ακτές της Τουρκίας...
Κι ολόγυρα μεθυστικά πολιορκούσαν
οι ανάσες των κοριτσιών.

Σαν βράδιαζε, με σκηνικό τα φώτα των πλοίων,
έβγαινε ο Ορέστης τρελός,
κυνηγημένος από τις Ερινύες
να αναγνωρίζει έξαφνα
την αδελφή του στην Ταυρίδα
Και να 'μαστε τώρα μαζί.
Τούτη η νύχτα κρύβει τις σκιές.
Τ' άγουρα στάχια.
Το πρώτο σκίρτημα που θέρισε το κακό.
Το πρόσωπο του καλοκαιριού που άλλαξε.
Αυτή τη νύχτα στις ματιές μας, μαζί με τα σημάδια του καιρού,
ψηλαφίζουμε τη γεύση εκείνη την πρωτόγνωρη.
Τη μορφή που δρασκέλισε τα πιο βαθιά όνειρα μας. Το ρίγος της άγνοιας
και τη διάτρητη κίνηση των λευκών σωμάτων.
Τη μεταμέλεια των αναβολών
και την οδύνη της ικεσίας των παθών μας.
Ένα παλιό σινιάλο.
Το καράβι που θα μας αφήσει
ναυαγούς στο πέτρινο ακρογιάλι.

ΕΝΑ ΠΡΑΣΙΝΟ ΘΟΛΟ

Ο πατέρας γέρασε. Πάνε χρόνια πον 'φνγε διωγμένος απ' το περιβόλι του
να μετράει την καρδιά του σε παροικιακούς καφενέδες.
Στο καπνό του τσιγάρου
μορφές βιαστικές σαν πλοκάμια
τυλίγονται στο θαμπό τζάμι.
Το Λονδίνο μια ομίχλη.
Η Μόρφου ένα πράσινο θολό.
Και δε λέει να ταξιδέψει
να δει τ' αγγόνια του στο νότο.
Λέει πως γέρασε πολύ και δε θ' αντέξει το ταξίδι.
Όμως εμείς ξέρουμε πως δε θ' αντέξει
το σιδερένιο νήμα της λήθης και της φωτιάς.
Την έπαρση του εφήμερου
Το κτίσμα το πεπερασμένο.
Τον τάφο των πουλιών
που αψήφησαν τις έγκλειστες πνοές
των ούριων ανέμων.
"Μη σας νοιάζει που δεν έρχομαι στ' αγγόνια μου.
Σαν γυρίσει το σύννεφο θα τρυγήσω το περιβόλι."

ΜΝΗΜΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Τελευταία Πέμπτη, Βραδύτητα και Κούντερα.
Να τηλεφωνήσω ...
Να πω πάλι πως τα κατάφερες να ρίξεις
ακόμη ένα λιθάρι στο τέλμα του αγκομαχητού.
Να πω πάλι πως έδωσες μορφή στα βάθη της ήβης των ονείρων.
Δεν οδήγησες ποτέ.
Το λεωφορείο της γραμμής
σ' έβγαζε στα Πάναγρα
«στ' ασήμι που στραφτάλιζε τα δειλινά .. .»
Όλο το περιβόλι κι η θάλασσα
δικά σου χωρίς τίτλο ιδιοκτησίας.
Με το λεωφορείο της γραμμής
ταξίδεψες την έφηβη ματιά σου
ακουμπισμένη στο παράθυρο
να γράφει εκείνο το ήρεμο μειδίαμα
στο αιώνιο πρόσωπο της πλησμονής και καρτερίας.
Πάντα ξεχώριζες χωρίς να ασκητεύεις.
Δεν οδηγούσες.
Κι οδήγησες την ψυχή σου
πέρα από τα ξένα λημέρια της μαλαματένιας επιτήδευσης.
Πιο πλούσιος απ' όλους χωρίς να το ξέρεις.
Αρνήθηκες τους ρόλους και την εναλλαγή των σκηνικών.
Το λεωφορείο της γραμμής, 60
το υπεραστικό ταξί και το τηλέφωνο κουβάλησαν
τα δώρα σου
Σεριάνισαν την αρχοντιά των ταπεινών
και των αθώων στην άκρη της ανόθευτης ματιάς σου.
Στην άκρη της γαλήνης σου.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΙΩΡΓΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ

Μούπες: Κοίταξε με
Είμαι νεκρός από χθες.
Κείνη την ώρα γνώρισα το γιο σου.
Δεν τον είχα δει ποτέ.
Κι όταν παλιά μου μίλαγες για τη ματαιότητα
κείνο το πράο ύφος στη σκιά της λέξης
δεν προμηνούσε το κακό.
Δε γητεύω τις λέξεις.
Δε da σου ταίριαζε.
Έτσι κοφτά
χαράζω την πέτρα.
Χαιρετώ το αίμα σου.
Σα γιορτή αναλώθηκε
ανέγγιχτη στο χρόνο.
Στην άκρη του δρόμου
τα μεσημέρια, όταν θ' αδειάζουν οι πλατείες
θα βρεις συρρικνωμένα σώματα.
Δε γνοιάζονται για σκέπη.
Κι ούτε βεντάλια τους δροσίζει τα κλειστά βλέφαρα.
Μη λυπάσαι.
Στην οδύνη της χαμένης εποχής ησυχάζει το αύριο. Και τα χτυπήματα της καρδιάς αργά, ανάρια
καρφώνουν την αγωνία των άλλων
πούναι στη σκέπη του Θεού και των ανθρώπων.

ΜΝΗΜΗ ΛΙΖΑΣ ΙΑΚΩΒΟΥ

Σε είπανε σίφουνα
κι αερικό της μάχης της αγάπης.
Σήκωνες την ψυχή του Νείλου, της Ελεονώρας,
των μαθητών σαν ζέσταινες τον ύπνο των πουλιών.
Κι ήταν το γέλιο σου κι η λέξη πηγή της αστραπής και του νοτιά.
Μα βιάστηκες πολύ
να γίνεις σύννεφο, βροχή
να βρεις την πεταλούδα
που δεν πρόλαβες να δεις στον κήπο
που μόλις σου είχε ετοιμάσει
με σιωπηλή, αιμάτινη φροντίδα ο Ιάκωβος.
Τον ρωτούσες για τα δέντρα,
τον ήλιο και το θάμνο το βαθύ.
Για τα μπουμπούκια που σ' ανάμεναν
συντροφιά στο άγραφο μονοπάτι.
Έσμιγες με το ποίημα της φωτιάς αγέρωχη και τρυφερή.
Σίφουνας της ορμής των λουλουδιών αερικό της μάχης της αγάπης.

ΜΝΗΜΗ ΘΕΟΔΟΣΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Στην ταβέρνα, καθώς πίναμε κονιάκ,
μου είπες πως πρέπει να κλείνουμε καλά το μπουκάλι
για να μη χάνεται το άρωμα.
Φύλακας της πεμπτουσίας.
Ατάραχος, στοχαστικός
στο βυθό της δίνης των πραγμάτων.
Υποταγμένος στο νόημα της τέχνης
και την πυκνότητα των στιγμών.
Κοινωνούσες με Παπαδιαμάντη, Σολωμό και Καβάφη.
Η μορφή του στιλπνού σκεύους
ολοένα τους πλησίαζε.
Τους άγγιζε η φωνή
και δονούσε την ψυχή
ο βαθύς κραδασμός της μύησης
στους δρόμους της σιωπής.
Στην αναχώρηση, όπως την έκτισες εσύ.
Δωρικός, λευκός κίονας
στη σμίλη επιδέξιου τεχνίτη.

ΜΟΡΦΟΥ 2005

Χριστούγεννα.
Λαμπροί δρόμοι σεργιανίζουν τους πόθους
των παιδιών και παλιά τραγούδια ταξιδεύουν
το σφρίγος της νοσταλγίας.
Το γυμνό κορίτσι χάθηκε στο ρέμα της αφθονίας.
Στολισμένα πρόσωπα
αντιφεγγίζουν τη λήθη των διωγμένων ψυχών.
Κι ένα αστέρι στο βορρά ρίχνει το στιλπνό φως
στους καμένους ίσκιους των δέντρων της Στεφανιάς.
Πότε θα μαζέψουμε τα πινόλια που αφήσαμε
κάτω απ' τους πεύκους της Έπαυλης στο Γεωργικό Γυμνάσιο;
Μη ..., μου ψιθύρισες.
Μη θερμαίνεις το πεσμένο μου σώμα.
Μην ανοίγεις διάπλατα τον κλειστό δρόμο της ψυχής μου.
Μίλα μου μόνο σαν θα είσαι σίγουρος
πως τα όνειρα θα ορθώσουν επί τέλους το ανάστημα τους.
Θα περάσουν τις γραμμές και θα ενωθούν
με το μεγάλο διάφανο άστρο
σ' ένα θρίαμβο απροσπέλαστο
που σαρώνει τους παλιούς καιρούς
και στεφανώνει την έγερση των καινούργιων ασμάτων.

ΜΟΡΦΟΥ 2001

Φύλλα διάφανα νερά της άμμου
πότισαν τη φυγή μας.
Βυθός του πράσινου κήπου χάραξε
την αφή της θάλασσας.
Πρώτο άγγιγμα παλμοί της ζωής μας
στέρεψαν την κοίτη της λήθης.
Μόρφου, γεφύρι στην καρδιά της ξένης γης.
Μόρφου, γεφύρι στο βαθύ πηγάδι του νόστου.

ΠΑΛΙΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ

Πήρα το δρόμο μετά από καιρό
περπατώντας στην ίδια άκρη.
Θωπεύοντας αγάλματα
που βάραιναν την ψυχή μου όλα τα χρόνια.
Ξεδιπλώνοντας την πελώρια αιχμή των πρώτων σκιών.
Κοιτάζοντας ξανά τους ίδιους δρόμους
Ακούγοντας τους ίδιους ήχους
που μαρμάρωναν παιδί την καρδιά μου.
Ίδιες εικόνες.
Ίδιοι δρόμοι μ' αλλαγμένα τα προσωπεία.
Ρόλοι άγνωστοι χωρίς το δικό μου ταξίδι.
Απλώνω το χέρι να ψηλαφίσω τα σημάδια στα πρόσωπα.
Παλιός επισκέπτης αμετανόητος
ν' αναιρώ τη φυγή.

ΜΕΘΕΞΗ

Σπλάχνα μέσα στην ταραχή της ξένης ζωής
κι η ψυχή μια κούραση που ζωγράφισε
τα πρόσωπα με την ομορφιά της καρτερίας.
Πληγές που γνώρισαν τον κόσμο
πέρα από οράματα και κάθε προσδοκία.
Το σφύριγμα του βοριά έφερε τους παλιούς ήχους
απ' τους ίσκιους που αγρυπνούν για αμόλυντους κήπους.
Κι εμείς σφίξαμε στο στήθος τις φωνές σωπαίνοντας.
Γνωρίζοντας καλά το βάλσαμο και τη βουβή,
μυστική μέθεξη που στάλαξε βαθιά
μέσα μας την αιώνια κυοφορία.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Στα πράσινα λιβάδια
το πρώτο τίναγμα της φτερούγας
μίλησε με το άστρο
που αγρυπνούσε και περίμενε
τη σοδειά της ριζωμένης στο χώμα καρδιάς.
Μαντατοφόρος η μοίρα των πουλιών ζωγράφισε
τ' ονειρεμένο ταξίδι απ' τους ρόζους της γης
ως τις παρυφές του φεγγαριού.
Και το μήνυμα πήγε διάτρητο
απ' τις πληγές των ανθρώπων ν'απαλύνει
το λευκό των άστρων και ν' αφήσει
το βάρος της λάσπης μετέωρο στους γαλαξίες.

ΤΡΙΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

"Έχεις τη χάρη της αγάπης
να φτερουγίσεις στη λιτανεία των πουλιών."
Σου ψιθύρισα σαν προσευχή.
Και συ τριών χρονών μου φώναξες:
"Θέλω να γίνουμε θάλασσες.
Όπως τη θάλασσα να μου μιλάς.
Όπως το κύμα."

ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

Μόνο να βλέπω
δυο αδελφάκια
στα βλέφαρα του ύπνου.
Με μισάνοιχτο στόμα
να σταλάζουν
τη γαλήνη της βεβαιότητας.

ΟΞΥΜΩΡΟ

Ποιος να το 'λεγε:
Η πεζότης Η ανυποψία ν' αλαφρώνει
τ' ασήκωτο βάρος της ομορφιάς.
Ν' αναιρεί τόσο απαλά τον πόνο των πραγμάτων.
Να προσγειώνει τόσο θριαμβευτικά τόσο ανέμελα.

ΚΑΘΑΡΣΗ

Χαμένα μυρμήγκια
κυνηγούν τη λήξη των συμβολαίων.
Γερνούν τα σώματα.
Σταφιδιάζουν οι πνοές των ιερών ανέμων.

Κτίζουν οπές στη γη και θερμοκήπια στους ουρανούς. Τρέχουν τρελοί
να προλάβουν τη λήξη των ονείρων στην άνυδρη χώρα.
Μα ο μικρός βροχοποιός
αψήφησε τους φύλακες.
Έβγαλε τη μάσκα
κι είδαμε γυμνό κι ελεύθερο
το πρόσωπο μας
να φέγγει αρυτίδωτο
στα σκοτάδια.

ΔΙΒΟΥΛΗ ΠΡΟΝΟΙΑ

Κάποιος τρελός μου το ψιθύρισε.
"Το 'ξερες;
Ένα χνάρι μας στην άγρια στέπα
παίρνει εκατό χρόνια να χαθεί."
Βουλιάξαμε στις μυρμηγκοφωλιές
της δίβουλης πρόνοιας των ασφαλών δρόμων.
Απ' το κλειστό τζάμι κοιτούμε με βουλιμία
τη θύελλα που έρχεται
για να μας προσπεράσει.

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Διάλεξες τη γαλήνη του κάστρου
στα κελιά της ερημιάς και του κενού.
Δίχως απόγνωση.
Χωρίς δεκανίκια τις καρδιές των άλλων.
Οι ασάλευτες πέτρες φρουροί της καρδιάς
που δεν κουβαλεί την πίκρα της ματαιότητας.
Στίγμα ζωής η μνήμη των ανθρώπων
που έμειναν στα κράσπεδα της αγάπης
να μαρτυρούν τη λιτανεία της θυσίας.
Οι νύχτες της σιγής
έκρυψαν βαθιά στα σπλάχνα σου
το εξαγνισμένο αίμα
που κοινωνεί μυστικά
το ρίγος και τη δόξα της αθωότητας.

ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Πλανιέσαι σ' ένα πέλαγος
αφροντισιάς και πλήρωσης.
Οι μέρες τρέχουν σαν λιγνά παιδιά
στο βαθύ δάσος που σε δέχτηκε ανέμελα,
με μιαν αγάπη πρωτόγονη
χωρίς αντάλλαγμα και προθεσμίες
και σου 'δωσε μια γεύση
μοναξιάς κι ελευθερίας.
Ξαναβρήκες το παλιό, καλό κομμάτι της ψυχής σου.
Τον πόνο που ακόμη ανθοφορεί.
Την πίκρα και τη στυφή γεύση
της απαντοχής.
Τη λατρεία των δέντρων
που γαληνεύει τα θηρία.
Τα πρόσωπα που αγάπησες
χωρίς όρους και ιδιοτέλεια.
Χωρίς σύνορα και ξένους παλμούς.
Ωραίος, στη γαλήνη
της δικής σου,
της ολόδικής σου
διάθεσης.

ΚΥΚΛΟΙ

Τώρα που άφησες τις μέρες
να τρέξουν γυμνές
στους καιρούς που σου δόθηκαν
τα χαμένα φεγγάρια
αδιάφορα κι αμέριμνα
για την απόσταση που κράτησες,
αθώα, δίχως φραγμούς και θνητές τύψεις,
γυρίζουν το πρόσωπο
να χύσουν φως
στα σκοτάδια των νέων καρπών.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΙΩΠΗΛΟ

Κανείς δεν ακούει τους χτύπους της καρδιάς
όταν ξεχειλίζει να πετάξει
πέρα από τα ποτάμια
που οριοθετούν το θνητό πέρασμα.

16 Μαρ 2009

Δίχτυ από μετάξι

Γαλάζια γραμμή
ο φλοίσβος του κορμιού σου
στη θάλασσα της πρώτης ορμής.
Το λευκό χέρι με την γνώριμη γεύση
άγγιξε τους ήχους της ζωής μας
που τύλιξε δίχτυ από μετάξι
και το φέγγισμα των ματιών
που βυθίστηκαν δίχως τέλος κι αρχή
στις άφθορες πινελιές
της φλόγας των ωραίων.