Στάλες ακριβές μιας ουσίας μυστικής
ποτίζουν το χώμα ποτίζουν τις ρίζες
και σηκώνουν τη λήθη
να γυρίσει στα σπάργανα.
9 Σεπ 2010
24 Αυγ 2010
ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ
Αν μπορούσες
να χαμήλωνες τ'ανάστημα
να χωρούσες ξανά
στο γέλιο και τη λύπη ενός παιδιού,
ίσως να ένιωθες έστω κι αργά
την αννποψία της μάταιης δόξας.
Ίσως να μπορούσες για μια στιγμή
να διαγράψεις τα προσωπεία
που αλλοίωσαν τη ζωή σου
και το ευτελές αντίκρισμα
του αβέβαιου κέρδους.
Τα ταπεινά πουλιά, στη δόξα της γύμνιας τους,
γράφουν διαδρομές αγγέλων
και τροπισμούς φωτός.
να χαμήλωνες τ'ανάστημα
να χωρούσες ξανά
στο γέλιο και τη λύπη ενός παιδιού,
ίσως να ένιωθες έστω κι αργά
την αννποψία της μάταιης δόξας.
Ίσως να μπορούσες για μια στιγμή
να διαγράψεις τα προσωπεία
που αλλοίωσαν τη ζωή σου
και το ευτελές αντίκρισμα
του αβέβαιου κέρδους.
Τα ταπεινά πουλιά, στη δόξα της γύμνιας τους,
γράφουν διαδρομές αγγέλων
και τροπισμούς φωτός.
23 Ιουλ 2010
ΟΙΩΝΟΣ
Όταν πέφτει το φως
κουρνιάζουν τα τεντωμένα βήματα.
Κι οι φωνές που στο διάστημα της μέρας
μεγεθύνονταν στρεβλωτικά
στ' αβέβαιο τραγούδι τους
αποσιώπησαν την ταραχή τους.
Κι έμεινες γυμνός, ακάλυπτος
να περιμένεις το αναπότρεπτο φως της σελήνης
να λούσει την κούραση της ψυχής
που επιμένει στη σκληρή γαλήνη σου -
που στέκεται στον άδειο χώρο
στο κίτρινο φως
να σε χωνιάσει στη σκιά της
σαν τη μητέρα που θρηνεί
πρωθύστερα
τον πόνο του παιδιού της.
κουρνιάζουν τα τεντωμένα βήματα.
Κι οι φωνές που στο διάστημα της μέρας
μεγεθύνονταν στρεβλωτικά
στ' αβέβαιο τραγούδι τους
αποσιώπησαν την ταραχή τους.
Κι έμεινες γυμνός, ακάλυπτος
να περιμένεις το αναπότρεπτο φως της σελήνης
να λούσει την κούραση της ψυχής
που επιμένει στη σκληρή γαλήνη σου -
που στέκεται στον άδειο χώρο
στο κίτρινο φως
να σε χωνιάσει στη σκιά της
σαν τη μητέρα που θρηνεί
πρωθύστερα
τον πόνο του παιδιού της.
17 Ιουν 2010
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΞΕΡΟΥ
Σπίτια χαμηλοτάβανα σειρά περίμεναν
τη δειλινή σκιά μας να χαμογελάσει
στα οπλισμένα τόξα της κρυφής χαράς των κοριτσιών.
Κι οι ματιές τους πιο πάνω από τη θάλασσα
πάντα αφρισμένες να σημαδεύουν
το χλωρό μας θόλο πάντα σαίτες
βουτηγμένες στο μύχιο χρόνο τον κομμένο στα δυο
τον κλεμμένο ιστό της αδέξιας ορμής μας.
Οι πινελιές που χάραξε το φως των χειλιών τους
αυλάκωσαν το μέτωπο μας
να ταξιδέψουν τα λιγνά τους σώματα
κι οι ψυχές που έμειναν πίσω
ξωτικά της πλανόδιας πεθυμιάς.
Στοιχειά των ανέμων
που γδέρνουν το μετέωρο τραγούδι μας.
Μα νιώσαμε τη θάλασσα στον τριγμό της ήβης
ν' ανοίγει διάπλατα
τα πέταλα των απολιθωμένων πόθων.
τη δειλινή σκιά μας να χαμογελάσει
στα οπλισμένα τόξα της κρυφής χαράς των κοριτσιών.
Κι οι ματιές τους πιο πάνω από τη θάλασσα
πάντα αφρισμένες να σημαδεύουν
το χλωρό μας θόλο πάντα σαίτες
βουτηγμένες στο μύχιο χρόνο τον κομμένο στα δυο
τον κλεμμένο ιστό της αδέξιας ορμής μας.
Οι πινελιές που χάραξε το φως των χειλιών τους
αυλάκωσαν το μέτωπο μας
να ταξιδέψουν τα λιγνά τους σώματα
κι οι ψυχές που έμειναν πίσω
ξωτικά της πλανόδιας πεθυμιάς.
Στοιχειά των ανέμων
που γδέρνουν το μετέωρο τραγούδι μας.
Μα νιώσαμε τη θάλασσα στον τριγμό της ήβης
ν' ανοίγει διάπλατα
τα πέταλα των απολιθωμένων πόθων.
15 Μαΐ 2010
Η ΣΟΔΕΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Στην οργή της ψυχής σου
βάλε ένα σύννεφο πυκνό της βροχής.
Στο ουράνιο τόξο που ακολουθεί
θα δεις όλα τα χρώματα
να σταλάζουν τη σοδειά των ονείρων.
βάλε ένα σύννεφο πυκνό της βροχής.
Στο ουράνιο τόξο που ακολουθεί
θα δεις όλα τα χρώματα
να σταλάζουν τη σοδειά των ονείρων.
13 Απρ 2010
ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
Σκαρφάλωσες στ' άδυτα βράχια.
Στις αητοφωλιές των ρωγμών
και των γόνιμων χρωμάτων.
Πυκνές φτερούγες έκρυψαν το λεπίδι
που έμελλε να βυθιστεί
στη χίμαιρα της πρώιμης ανθοφορίας.
Άνεμοι στη γέννηση τους στέγνωσαν
τ' αραγμένα ξύλα παίρνοντας τη νοτιά της εξορίας
- απόμακρη καταιγίδα -πίσω στην πράσινη μήτρα.
Υπάρχεις στο σκοτεινό ποτάμι της μύχιας ταραχής.
Στην τεντωμένη χορδή της πλήρωσης και της λιγοθυμιάς του ονείρου.
Γύρισε ο καιρός.
Σήκωσε το τραγούδι μας
να οριοθετήσει ταξίδια στο άπειρο.
Στις αητοφωλιές των ρωγμών
και των γόνιμων χρωμάτων.
Πυκνές φτερούγες έκρυψαν το λεπίδι
που έμελλε να βυθιστεί
στη χίμαιρα της πρώιμης ανθοφορίας.
Άνεμοι στη γέννηση τους στέγνωσαν
τ' αραγμένα ξύλα παίρνοντας τη νοτιά της εξορίας
- απόμακρη καταιγίδα -πίσω στην πράσινη μήτρα.
Υπάρχεις στο σκοτεινό ποτάμι της μύχιας ταραχής.
Στην τεντωμένη χορδή της πλήρωσης και της λιγοθυμιάς του ονείρου.
Γύρισε ο καιρός.
Σήκωσε το τραγούδι μας
να οριοθετήσει ταξίδια στο άπειρο.
11 Φεβ 2010
ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΑ
Στη μέση του χωραφιού έπιασε κουβέντα
μ' ένα παλιό σαράβαλο, αφημένο
στην αφή των πουλιών. Χωρίς πόρτες,
τσακισμένο, παραμορφωμένο και σκουριασμένο.
Απόχρωση στερεής τέφρας
που κάθε μέρα λιγόστευε τη σκιά της.
Το στοιχειωμένο σίδερο έθρεψε στα στίγματα της
σκουριάς το πλήθος που τ' αγκάλιασε.
Την πρώτη παρουσία. Μύριζε δέρμα και φρεσκομπογιά.
Μια ζάλη μεθούσε τα χέρια που μανουβράραν το τιμόνι.
Το στοιχειό του χωραφιού
στη μοίρα του τώρα - ίδια η μοίρα -μιλάει με τον αγέρα,
τη βροχή και το χώμα.
μ' ένα παλιό σαράβαλο, αφημένο
στην αφή των πουλιών. Χωρίς πόρτες,
τσακισμένο, παραμορφωμένο και σκουριασμένο.
Απόχρωση στερεής τέφρας
που κάθε μέρα λιγόστευε τη σκιά της.
Το στοιχειωμένο σίδερο έθρεψε στα στίγματα της
σκουριάς το πλήθος που τ' αγκάλιασε.
Την πρώτη παρουσία. Μύριζε δέρμα και φρεσκομπογιά.
Μια ζάλη μεθούσε τα χέρια που μανουβράραν το τιμόνι.
Το στοιχειό του χωραφιού
στη μοίρα του τώρα - ίδια η μοίρα -μιλάει με τον αγέρα,
τη βροχή και το χώμα.
18 Ιαν 2010
ΦΑΡΑΓΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Περαστικοί μαχόμαστε λαθραία
την παράταιρη ιαχή του συρφετού.
Γλυστράμε στα φαράγγια των αγγέλων
στο βαθύ ποτάμι που χάραξε το βάραθρο
έπνιξε τη φωνή πήρε πίσω το λευκό, γυμνό τους σώμα
και τους έριξε σε ξένα σκοτάδια.
Αγκυλώνουμε τους ώμους
μέχρι που τα σώματα πια
να μην ξεχωρίζουν απ' τις λείες πέτρες
που σμίλεψε απαλύνοντας η τριβή των δειλινών
κι οι κορεμένοι πόνοι.
Εμμένουμε στο χαλασμό του λευκού
ανάβοντας κεριά
στην αγρυπνία της θνητής στιγμής και της διάψευσης.
Κι οι πέτρες στην τριβή της αέναης παρουσίας
μέχρι το στίγμα της τέφρας
μέχρι τους σπόρους της γης.
την παράταιρη ιαχή του συρφετού.
Γλυστράμε στα φαράγγια των αγγέλων
στο βαθύ ποτάμι που χάραξε το βάραθρο
έπνιξε τη φωνή πήρε πίσω το λευκό, γυμνό τους σώμα
και τους έριξε σε ξένα σκοτάδια.
Αγκυλώνουμε τους ώμους
μέχρι που τα σώματα πια
να μην ξεχωρίζουν απ' τις λείες πέτρες
που σμίλεψε απαλύνοντας η τριβή των δειλινών
κι οι κορεμένοι πόνοι.
Εμμένουμε στο χαλασμό του λευκού
ανάβοντας κεριά
στην αγρυπνία της θνητής στιγμής και της διάψευσης.
Κι οι πέτρες στην τριβή της αέναης παρουσίας
μέχρι το στίγμα της τέφρας
μέχρι τους σπόρους της γης.
31 Δεκ 2009
20 Δεκ 2009
ΙΣΚΙΟΙ
Γυρνάμε στα χαλάσματα.
Αγγίζουμε τις ρωγμές των χτισμάτων
επιπλέοντας στα υγρά θεμέλια των έργων μας.
Ανηφορίζουμε το παλιό μονοπάτι
στοιχειωμένοι από πνεύματα παλιά πούμας γητεύουν.
Στην κορφή άλικες γλώσσες βάφουν τον ήλιο που βασιλεύει τροπαιοφόρος
στη χώρα των αιμάτινων ίσκιων.
Αγγίζουμε τις ρωγμές των χτισμάτων
επιπλέοντας στα υγρά θεμέλια των έργων μας.
Ανηφορίζουμε το παλιό μονοπάτι
στοιχειωμένοι από πνεύματα παλιά πούμας γητεύουν.
Στην κορφή άλικες γλώσσες βάφουν τον ήλιο που βασιλεύει τροπαιοφόρος
στη χώρα των αιμάτινων ίσκιων.
25 Νοε 2009
ΤΗΣ ΤΑΒΕΡΝΑΣ
Παραπανίσιο κρέας μας μυρίζει εδώ
και κρασί μπρούσκο
ξεπλένει τα κρίματα.
Λέξεις απ' τα δόντια βγαλμένες
λουλούδι άγριο, χωρίς άρωμα,
οσφραίνονται...
Μα να... Βαθιά ανάσα πύρωσε τον αγέρα.
Ένα κύμα απ' τα ερέβη
έστειλε τις πνιγμένες φωνές
στον κόσμο της νύχτας
όταν οι ψυχές σαν υπνοβάτες ορθώνονται
καλώντας τα μύχια πάθη μας.
και κρασί μπρούσκο
ξεπλένει τα κρίματα.
Λέξεις απ' τα δόντια βγαλμένες
λουλούδι άγριο, χωρίς άρωμα,
οσφραίνονται...
Μα να... Βαθιά ανάσα πύρωσε τον αγέρα.
Ένα κύμα απ' τα ερέβη
έστειλε τις πνιγμένες φωνές
στον κόσμο της νύχτας
όταν οι ψυχές σαν υπνοβάτες ορθώνονται
καλώντας τα μύχια πάθη μας.
22 Οκτ 2009
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Δεν μπορούμε να φορέσουμε τη σιωπή.
Το πρόσωπο συσπάται
κι απαλείφει τη μάσκα.
Οι γραμμές απλώνονται στο πρόσωπο
να σημαδέψουν την έγνοια.
Στα μάτια ιριδίζουν τα πάθη
κι αυτά τα χείλη
δε σφραγίζουν τον κόσμο.
Το πρόσωπο συσπάται
κι απαλείφει τη μάσκα.
Οι γραμμές απλώνονται στο πρόσωπο
να σημαδέψουν την έγνοια.
Στα μάτια ιριδίζουν τα πάθη
κι αυτά τα χείλη
δε σφραγίζουν τον κόσμο.
11 Οκτ 2009
ΚΑΛΕΣΜΑ
Η χαμένη ευωδιά του Νάρκισσου
καθρέφτης της άρνησης.
Έξω βουίζει η μέλισσα
τη μέθη των αρωμάτων μετουσιώνοντας.
Κουβαλεί το προζύμι.
Πέφτει. Μια άλλη
παίρνει τη θέση της στη γη.
Κι ο στοιχειωμένος αχός της σελήνης
χορεύει στα δέντρα
και τις ανάσες της ζωής.
Στα τρύπια ρούχα του ερημίτη.
Στους τάφουςκαι την αχλύ των ψυχών
καθρέφτης της άρνησης.
Έξω βουίζει η μέλισσα
τη μέθη των αρωμάτων μετουσιώνοντας.
Κουβαλεί το προζύμι.
Πέφτει. Μια άλλη
παίρνει τη θέση της στη γη.
Κι ο στοιχειωμένος αχός της σελήνης
χορεύει στα δέντρα
και τις ανάσες της ζωής.
Στα τρύπια ρούχα του ερημίτη.
Στους τάφουςκαι την αχλύ των ψυχών
13 Σεπ 2009
ΕΔΕΜ
Γυρεύουμε ένα δέντρο
να κρυφτούμε.
Να λυθούν οι πλάνες
στο οξύ αγιάζι των ίσκιων.
Στο θρόισμα της σιγανής φωτιάς.
Στην αρμυρή ηδονή της θάλασσας.
να κρυφτούμε.
Να λυθούν οι πλάνες
στο οξύ αγιάζι των ίσκιων.
Στο θρόισμα της σιγανής φωτιάς.
Στην αρμυρή ηδονή της θάλασσας.
29 Αυγ 2009
Κραυγή της Άνοιξης
Αγγίζω τη φωνή
κι ο νους μου σαλεύει.
Λευκό του ριγους.
Των αθώων στεναγμών.
Λευκό της πέτρας που ακινητεί προσμένοντας.
Της αέναης αφής.
Της αμφίδρομης ροής.
Της πλήρους αποδοχής και άφεσης.
Λευκό των βέβαιων χρόνων.
Άτρωτη όχθη στων ημερών την οργή.
Γυμνό βύθισμα στο γενναίο φως
που χύνεται στο λευκό χέρι
και σε παίρνει πέρα
στην ανελέητη κραυγή
της Άνοιξης.
κι ο νους μου σαλεύει.
Λευκό του ριγους.
Των αθώων στεναγμών.
Λευκό της πέτρας που ακινητεί προσμένοντας.
Της αέναης αφής.
Της αμφίδρομης ροής.
Της πλήρους αποδοχής και άφεσης.
Λευκό των βέβαιων χρόνων.
Άτρωτη όχθη στων ημερών την οργή.
Γυμνό βύθισμα στο γενναίο φως
που χύνεται στο λευκό χέρι
και σε παίρνει πέρα
στην ανελέητη κραυγή
της Άνοιξης.
15 Αυγ 2009
ΠΟΙΗΤΕΣ
Οι ποιητές πασκίζουν να υποτάξουν
σε μορφές μυστικές τους βυθούς του κόσμου
Σταλαγματιές αιμάτινες
αντιφεγγίζουν την τέχνη τους
σε στέρεα σχήματα
με χιλιάδες χρώματα και διαθέσεις
να σφραγίζουν τη μοίρα των ανθρώπων.
Πέφτει ο ήλιος
κι απλωμένοι στη γη
σκάβουν λαγούμια
να φυλάξουν τα όνειρα.
σε μορφές μυστικές τους βυθούς του κόσμου
Σταλαγματιές αιμάτινες
αντιφεγγίζουν την τέχνη τους
σε στέρεα σχήματα
με χιλιάδες χρώματα και διαθέσεις
να σφραγίζουν τη μοίρα των ανθρώπων.
Πέφτει ο ήλιος
κι απλωμένοι στη γη
σκάβουν λαγούμια
να φυλάξουν τα όνειρα.
8 Αυγ 2009
Σε ξέρω.
Σε ξέρω.
Διαβάζω τα βάθη της ζωής μας
στο θολό νερό της ιστορίας.
Κανένα ριζικό
δεν μπόρεσε ν' αλλάξει
την καθάρια σου κίνηση.
Καμιά επιτήδευση δεν άγγιξε
το χλωρό γέλιο της ψυχής σου.
Σε ξέρω.
Είσαι η αιώνια σπορά
που σχίζει τη γη
και λευκαίνει τ' άστρα.
Διαβάζω τα βάθη της ζωής μας
στο θολό νερό της ιστορίας.
Κανένα ριζικό
δεν μπόρεσε ν' αλλάξει
την καθάρια σου κίνηση.
Καμιά επιτήδευση δεν άγγιξε
το χλωρό γέλιο της ψυχής σου.
Σε ξέρω.
Είσαι η αιώνια σπορά
που σχίζει τη γη
και λευκαίνει τ' άστρα.
21 Ιουλ 2009
ΜΟΡΦΟΥ 1997
Δρόμοί στενοί
και πόρτες ανοιχτές.
Περνούσαμε γιασεμί τ' απόγευμα
-χαϊμαλιά της πρώτης αγάπης -
Αλυσίδες απλώναμε
τις ευωδιές των παθών
στις διαδρομές των υγρών ονείρων
και χτίζαμε τα θεμέλια μας
στα ριζωμένα στη γη
λευκά αγγίγματα
της πρώτης κι ανεξίτηλης γεύσης.
και πόρτες ανοιχτές.
Περνούσαμε γιασεμί τ' απόγευμα
-χαϊμαλιά της πρώτης αγάπης -
Αλυσίδες απλώναμε
τις ευωδιές των παθών
στις διαδρομές των υγρών ονείρων
και χτίζαμε τα θεμέλια μας
στα ριζωμένα στη γη
λευκά αγγίγματα
της πρώτης κι ανεξίτηλης γεύσης.
14 Ιουλ 2009
ΕΚΚΡΕΜΕΣ
Είναι ο Θρήνος της ματαίωσης
που πέφτει σιγαλή βροχή στο αίμα
για όσα στιλπνά χαμόγελα σε κάλεσαν
σε πρόσμεναν σαν γιορτή.
Και συ μόνο τα κοίταξες
με κείνη την πίκρα των αδέξιων καιρών
γυρίζοντας το νήμα της ψυχής
στο αδήριτο της στερνής γνώσης.
που πέφτει σιγαλή βροχή στο αίμα
για όσα στιλπνά χαμόγελα σε κάλεσαν
σε πρόσμεναν σαν γιορτή.
Και συ μόνο τα κοίταξες
με κείνη την πίκρα των αδέξιων καιρών
γυρίζοντας το νήμα της ψυχής
στο αδήριτο της στερνής γνώσης.
29 Ιουν 2009
ATITΛΟ
Είναι κάποιοι που μιλάνε
κι όταν όλα τα χείλη σιωπούν.
Είναι κάποιοι που χαμογελάνε
κι όταν όλα τα θηρία καραδοκούν
κι όταν όλα τα χείλη σιωπούν.
Είναι κάποιοι που χαμογελάνε
κι όταν όλα τα θηρία καραδοκούν
20 Μαΐ 2009
ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΙ
Πνίγουμε τις στιγμές μας σε μια στάλα της έγνοιας
σέρνοντας πίσω μας μικρούς κι ασήμαντους φόβους
που βαραίνουν τα βήματα
ταράζουν τα όνειρα
κι εξασθενίζουν τα χέρια.
Κι όταν ξαφνικά συναντούμε τους άλλους
με τον αιώνιο σταυρό στους ώμους
τις πληγές που δεν κλείνουν
και κείνο το χαμόγελο
της απόλυτης επίγνωσης του μαρτυρίου
στεκόμαστε με δέος και κοιτάμε.
Όπως κοιτάμε την εικόνα ενός αγίου
κρύβοντας αμήχανα τη ντροπή μας
πίσω απ το χαμόγελο
της ύστατης μεταμέλειας.
σέρνοντας πίσω μας μικρούς κι ασήμαντους φόβους
που βαραίνουν τα βήματα
ταράζουν τα όνειρα
κι εξασθενίζουν τα χέρια.
Κι όταν ξαφνικά συναντούμε τους άλλους
με τον αιώνιο σταυρό στους ώμους
τις πληγές που δεν κλείνουν
και κείνο το χαμόγελο
της απόλυτης επίγνωσης του μαρτυρίου
στεκόμαστε με δέος και κοιτάμε.
Όπως κοιτάμε την εικόνα ενός αγίου
κρύβοντας αμήχανα τη ντροπή μας
πίσω απ το χαμόγελο
της ύστατης μεταμέλειας.
12 Μαΐ 2009
ΩΡΑ ΚΑΛΗ
Έρχεται κάποτε η ώρα
που μιλά η αυγή
και καλπάζουνε στα λιβάδια
των τρελών καιρών και του νοτιά.
Ανατριχίλα του κορμιού
σα γνώση του θανάτου
κοχλάζει το αίμα.
Ταράζει τ' ακραίο κύτταρο
Άνοιξε πανιά
κι έβαλε πλώρη
για ταξίδια και την άγρα των πουλιών.
Ώρα καλή
στον ήλιο και το σκοτάδι των κοχυλιών.
Ώρα καλή
στους ανέμους που κρατάνε
της αγάπης το λυγμό και το φανέρωμα.
που μιλά η αυγή
και καλπάζουνε στα λιβάδια
των τρελών καιρών και του νοτιά.
Ανατριχίλα του κορμιού
σα γνώση του θανάτου
κοχλάζει το αίμα.
Ταράζει τ' ακραίο κύτταρο
Άνοιξε πανιά
κι έβαλε πλώρη
για ταξίδια και την άγρα των πουλιών.
Ώρα καλή
στον ήλιο και το σκοτάδι των κοχυλιών.
Ώρα καλή
στους ανέμους που κρατάνε
της αγάπης το λυγμό και το φανέρωμα.
1 Μαΐ 2009
ΣΤΟΥΣ ΒΥΘΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΕΙΠΩΤΟΥ
Κόκκοι της άμμου
χαϊδεύουν τα μέλη.
Γράφουν μορφές στον κύκλο του αίματος.
Πόθοι - πόνοι βαθιοί της μοίρας -
στις κόρες των ματιών που συναντήθηκαν.
Ένα κύμα στα μέλη.
Ένα μαχαίρι από ήλιο
χάραξε το γυμνό σώμα
βυθίζοντας το φως
σ' αμμουδερά πηγάδια.
Θαλασσινά νερά
στέγνωσαν τη δίψα μας
χαϊδεύουν τα μέλη.
Γράφουν μορφές στον κύκλο του αίματος.
Πόθοι - πόνοι βαθιοί της μοίρας -
στις κόρες των ματιών που συναντήθηκαν.
Ένα κύμα στα μέλη.
Ένα μαχαίρι από ήλιο
χάραξε το γυμνό σώμα
βυθίζοντας το φως
σ' αμμουδερά πηγάδια.
Θαλασσινά νερά
στέγνωσαν τη δίψα μας
20 Απρ 2009
ΣΤΑ ΚΑΤΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΑΠΝΟΙΑΣ
Μα τι γυρεύεις στο απάνεμο σπήλαιο;
Καταφύγιο χωρίς φεγγάρια
Αναβλύζουν τα όνειρα
Δαίμονες ντυθήκαν
για να μπορέσεις να ξορκίσεις
το δόλο της ζωής
την αρπαγή του αγέρα.
Νερό, νερό που σπάζει
στην άκρη της βαθιάς κουφάλας.
Νερό που αναβλύζει
τη λαχτάρα των εφησυχασμένων.
Νερό, καταφύγιο στα κατάρτια της
άπνοιας.
Νερό , να ξεπλύνουμε την ξεβαμμένη
σκόνη
της ακμής των αετών.
Νερό , νερό
να ξεπλύνουμε την ψυχή μας.
Καταφύγιο χωρίς φεγγάρια
Αναβλύζουν τα όνειρα
Δαίμονες ντυθήκαν
για να μπορέσεις να ξορκίσεις
το δόλο της ζωής
την αρπαγή του αγέρα.
Νερό, νερό που σπάζει
στην άκρη της βαθιάς κουφάλας.
Νερό που αναβλύζει
τη λαχτάρα των εφησυχασμένων.
Νερό, καταφύγιο στα κατάρτια της
άπνοιας.
Νερό , να ξεπλύνουμε την ξεβαμμένη
σκόνη
της ακμής των αετών.
Νερό , νερό
να ξεπλύνουμε την ψυχή μας.
16 Απρ 2009
10 Απρ 2009
ΘΑ ΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΕΚΕΙ
Υπάρχουν εκείνοι που στο κάλεσμά σου
πάντα θα λένε ναι
χωρίς μετρήματα και μασημένα λόγια.
Μόνο ένα νεύμα αρκεί.
ΜΙα ικεσία άναρθρη της μυστικής βουής
της πιο βαθιάς λαχτάρας σου.
Θα ναι πάντα εκεί
χωρίς αντίπραξη και μελωδίες γλυκερές.
Χωρίς ούτε ένα δάκρυ στη θολή ματιά
της κοινωνίας της πιο βαθιάς ουσίας σου.
Αυτήν που κάποτε την είπανε μοίρα ή θεά.
Αγέραστη, χωρίς λύπη ή ακραία χαρά.
Είναι εκεί σαν υγρή νοτιά καινούριας μέρας.
Η βεβαιότητα αυτού που είσαι.
Η γαλήνια προσμονή αυτών
που πάντοτε θα λένε ναι στο κάλεσμά σου
για να μη χαθείς.
Να μη νιώσεις ποτέ
το φόβο της φθοράς
μα ούτε και την ψευδαίσθηση
των μάταιων ονείρων.
Αυτοί που πάντα θα 'ναι εκεί
Για να κοιτάξεις
μέσα στην ήρεμη κι απόλυτη αποδοχή τους
το πιο βαθύ σημάδι της ζωής σου
που τους χάραξε.
πάντα θα λένε ναι
χωρίς μετρήματα και μασημένα λόγια.
Μόνο ένα νεύμα αρκεί.
ΜΙα ικεσία άναρθρη της μυστικής βουής
της πιο βαθιάς λαχτάρας σου.
Θα ναι πάντα εκεί
χωρίς αντίπραξη και μελωδίες γλυκερές.
Χωρίς ούτε ένα δάκρυ στη θολή ματιά
της κοινωνίας της πιο βαθιάς ουσίας σου.
Αυτήν που κάποτε την είπανε μοίρα ή θεά.
Αγέραστη, χωρίς λύπη ή ακραία χαρά.
Είναι εκεί σαν υγρή νοτιά καινούριας μέρας.
Η βεβαιότητα αυτού που είσαι.
Η γαλήνια προσμονή αυτών
που πάντοτε θα λένε ναι στο κάλεσμά σου
για να μη χαθείς.
Να μη νιώσεις ποτέ
το φόβο της φθοράς
μα ούτε και την ψευδαίσθηση
των μάταιων ονείρων.
Αυτοί που πάντα θα 'ναι εκεί
Για να κοιτάξεις
μέσα στην ήρεμη κι απόλυτη αποδοχή τους
το πιο βαθύ σημάδι της ζωής σου
που τους χάραξε.
7 Απρ 2009
Σημάδια...
Ένα κρίνο ταράζει το αίμα.
Κρατήσαμε τη γεύση δυνατή.
Τα μάτια υγρά
στη δίνη της ομορφιάς
ραγίζουν τη μέρα.
Κρατήσαμε τη γεύση δυνατή.
Τα μάτια υγρά
στη δίνη της ομορφιάς
ραγίζουν τη μέρα.
2 Απρ 2009
Εικόνες
Λίγες ήταν οι στιγμές που αφήσαμε την ψυχή μας
να πετάξει στ' άστρα
μαζί με το παιδί
που ακούει το παραμύθι
με ευλάβεια μυστική.
Όμως η μνήμη μένει
να χρωματίζει την πεζότητά μας
με έναστρες εικόνες μαγικές.
να πετάξει στ' άστρα
μαζί με το παιδί
που ακούει το παραμύθι
με ευλάβεια μυστική.
Όμως η μνήμη μένει
να χρωματίζει την πεζότητά μας
με έναστρες εικόνες μαγικές.
29 Μαρ 2009
Σπονδή
Τους ποιητές , μην τους αφήνουμε στο δρόμο.
Να τους ακολουθούμε
στην κόψη των ονείρων μας.
Καρφιά που σημαδεύουν
τα μυστικά λημέρια της καρδιάς μας.
Χωρίς πληγές
δεν ζωγραφίζουνε τον κόσμο.
Να τους ακολουθούμε
στην κόψη των ονείρων μας.
Καρφιά που σημαδεύουν
τα μυστικά λημέρια της καρδιάς μας.
Χωρίς πληγές
δεν ζωγραφίζουνε τον κόσμο.
26 Μαρ 2009
ΓΑΛΗΝΗ
Γριά με το σκαμμένο πρόσωπο.
Σκαρί φαγωμένο από αγρίμια της λήθης των καιρών.
Σ' αντάμωσα στην ερημιά του δρόμου.
Ασάλευτο βλέμμα της σαύρας
να σαϊτεύει παιγνίδι της ανεμελιάς.
Σώμα κοντά στη γη
που καρτερεί τον ήλιο
να κινήσει το παγωμένο αίμα της νύχτας.
Βλέμμα της σαύρας
που χλεύαζε το δόλο της δύναμης,
τον έρωτα του δροσερού ξύλου.
Χαμήλωσα τα μάτια,
απέστρεψα το πρόσωπο
και τάχυνα το βήμα μου.
Μακριά από τη σαύρα.
Μακριά από το βέβαιο
και γαλήνιο τόνο της ματιάς της.
Σκαρί φαγωμένο από αγρίμια της λήθης των καιρών.
Σ' αντάμωσα στην ερημιά του δρόμου.
Ασάλευτο βλέμμα της σαύρας
να σαϊτεύει παιγνίδι της ανεμελιάς.
Σώμα κοντά στη γη
που καρτερεί τον ήλιο
να κινήσει το παγωμένο αίμα της νύχτας.
Βλέμμα της σαύρας
που χλεύαζε το δόλο της δύναμης,
τον έρωτα του δροσερού ξύλου.
Χαμήλωσα τα μάτια,
απέστρεψα το πρόσωπο
και τάχυνα το βήμα μου.
Μακριά από τη σαύρα.
Μακριά από το βέβαιο
και γαλήνιο τόνο της ματιάς της.
17 Μαρ 2009
ΠΕΡΑ ΑΠ ΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ
Ο γέρος στο έρημο νησί
λάξεψε την αδρή μορφή του
στην πάχνη της αυγής.
Το πρώτο φως βλόγησε τη μοναξιά του
κι ο αγέρας γύρισε πίσω το τραγούδι της Θάλασσας.
Η καρδιά του άδραξε τους ήχους της γης.
«Λεν έχω πού ν' ακουμπήσω την ευχή μου.»
Μια αστραπή στα μάτια
χύθηκε βαθιά,
πέρα από τον ορίζοντα.
λάξεψε την αδρή μορφή του
στην πάχνη της αυγής.
Το πρώτο φως βλόγησε τη μοναξιά του
κι ο αγέρας γύρισε πίσω το τραγούδι της Θάλασσας.
Η καρδιά του άδραξε τους ήχους της γης.
«Λεν έχω πού ν' ακουμπήσω την ευχή μου.»
Μια αστραπή στα μάτια
χύθηκε βαθιά,
πέρα από τον ορίζοντα.
ΤΙΜΗΜΑ
Τις Κυριακές
η πολυτραγουδημένη μελαγχολία
σαν πούσι ρίχνει
στις καρδιές τη γλίνα της.
Μου φαίνεται περίεργο που η σκόλη,
η κερδισμένη με αίμα, να μη ξαλαφρώνει.
Είναι φορές,
που οι ηλιαχτίδες
της πρώτης εργασίμου
σμίγουν με την ανατριχίλα του κορμιού
που δέχτηκε τη ζωογόνο αύρα της αυγής.
Πόσο απόθεμα ελπίδας κρύβουμε;
Υπάρχουμε στην προοπτική.
Στην προσδοκία της Κυριακής
που μεταγγίζει καθημερινόφτερούγισμα απαντοχής
η πολυτραγουδημένη μελαγχολία
σαν πούσι ρίχνει
στις καρδιές τη γλίνα της.
Μου φαίνεται περίεργο που η σκόλη,
η κερδισμένη με αίμα, να μη ξαλαφρώνει.
Είναι φορές,
που οι ηλιαχτίδες
της πρώτης εργασίμου
σμίγουν με την ανατριχίλα του κορμιού
που δέχτηκε τη ζωογόνο αύρα της αυγής.
Πόσο απόθεμα ελπίδας κρύβουμε;
Υπάρχουμε στην προοπτική.
Στην προσδοκία της Κυριακής
που μεταγγίζει καθημερινόφτερούγισμα απαντοχής
ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ
Τις Κυριακές
η πολυτραγουόημένη μελαγχολία
σαν πούσι ρίχνει
στις καρδιές τη γλίνα της.
Μου φαίνεται περίεργο που η σκόλη,
η κερδισμένη με αίμα, να μη ξαλαφρώνει.
Είναι φορές,
που οι ηλιαχτίδες
της πρώτης εργασίμου
σμίγουν με την ανατριχίλα του κορμιού
που δέχτηκε τη ζωογόνο αύρα της αυγής.
Πόσο απόθεμα ελπίδας κρύβουμε;
Υπάρχουμε στην προοπτική.
Στην προσδοκία της Κυριακής
που μεταγγίζει καθημερινόφτερούγισμα απαντοχής
η πολυτραγουόημένη μελαγχολία
σαν πούσι ρίχνει
στις καρδιές τη γλίνα της.
Μου φαίνεται περίεργο που η σκόλη,
η κερδισμένη με αίμα, να μη ξαλαφρώνει.
Είναι φορές,
που οι ηλιαχτίδες
της πρώτης εργασίμου
σμίγουν με την ανατριχίλα του κορμιού
που δέχτηκε τη ζωογόνο αύρα της αυγής.
Πόσο απόθεμα ελπίδας κρύβουμε;
Υπάρχουμε στην προοπτική.
Στην προσδοκία της Κυριακής
που μεταγγίζει καθημερινόφτερούγισμα απαντοχής
ΑΝΤΙΔΩΡΟ
Όταν κόβεις κομμάτια
απ' την ψυχή σου
μοιράζοντας τα
σ' έναν κόσμο παγωμένο
ζεσταίνεις τις καρδιές των ανθρώπων.
Κι η ψυχή σου
δεν τελειώνει.
Όσο δίνεις,
τόσο μεγαλώνει,
για να χωρέσει
όλο το χιόνι της γης.
απ' την ψυχή σου
μοιράζοντας τα
σ' έναν κόσμο παγωμένο
ζεσταίνεις τις καρδιές των ανθρώπων.
Κι η ψυχή σου
δεν τελειώνει.
Όσο δίνεις,
τόσο μεγαλώνει,
για να χωρέσει
όλο το χιόνι της γης.
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Διορθώσαμε τις στραβές γραμμές
και τακτοποιήσαμε τα περιθώρια συμμετρικά.
Ελέγξαμε κάθε λέξη από το κείμενο
καθαρογράφοντας τις παραγράφους.
Υπογραμμίσαμε τους τίτλους με κόκκινο
και περιβάλαμε με πράσινο τους αριθμούς.
Προσέξαμε τη στίξη, τους τόνους
καθώς και την ομοιομορφία
στα ονόματα των ανθρώπων
που συναντούσαμε
περισσότερο από μια φορά.
Κι αφού το κοιτάξαμε ήσυχοι,
ξαλαφρωμένοι το τοποθετήσαμε
με ευλάβεια στο αρχείο μας.
Πέρασε ακόμη μια μέρα από τη ζωή μας.
και τακτοποιήσαμε τα περιθώρια συμμετρικά.
Ελέγξαμε κάθε λέξη από το κείμενο
καθαρογράφοντας τις παραγράφους.
Υπογραμμίσαμε τους τίτλους με κόκκινο
και περιβάλαμε με πράσινο τους αριθμούς.
Προσέξαμε τη στίξη, τους τόνους
καθώς και την ομοιομορφία
στα ονόματα των ανθρώπων
που συναντούσαμε
περισσότερο από μια φορά.
Κι αφού το κοιτάξαμε ήσυχοι,
ξαλαφρωμένοι το τοποθετήσαμε
με ευλάβεια στο αρχείο μας.
Πέρασε ακόμη μια μέρα από τη ζωή μας.
ΑΠΟΣΤΑΣΗ
Δε γράφουμε πια γράμματα στους φίλους μας
και ης κρυφές μας σκέψεις τις κρατάμε.
Δε συνομιλούμε. Κοιταζόμαστε.
Και η αγάπη σε χειμερία νάρκη.
Κι ίσως να 'ναι καλύτερα έτσι.
Τουλάχιστον μένουν κλειστές,
προστατευμένες από την αδιακρισία
ή την άγνοια οι πηγές της οδύνης
και ης κρυφές μας σκέψεις τις κρατάμε.
Δε συνομιλούμε. Κοιταζόμαστε.
Και η αγάπη σε χειμερία νάρκη.
Κι ίσως να 'ναι καλύτερα έτσι.
Τουλάχιστον μένουν κλειστές,
προστατευμένες από την αδιακρισία
ή την άγνοια οι πηγές της οδύνης
ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ
Κλείσανε το παράθυρο στο εργοστάσιο.
Ο ήλιος ζέσταινε τα κορμιά
ηδονικά ξεκουρδίζοντάς τα
σπάζοντας τη συντονισμένη,
επιδέξια κίνηση τους.
Η στερεή μορφή της μαριονέτας έλιωνε
κι οι μαλακές γραμμές
άλλαζαν με ποικιλία το περίγραμμα.
Στην παρείσακτη ηλιαχτίδα
τα μάτια παίρναν τα χρώματα της ίριδας
κι οι καρδιές συνταξίδευαν.
Κλείσανε το παράθυρο.
Διώξαν το φως.
Οι ζωγραφιές τους τυπώθηκαν τώρα
σε χιλιάδες πανομοιότυπα σχήματα.
Χωρίς σπασμένες γραμμές.
Χωρίς διαφάνεια.
Χωρίς χρώμα.
Προπάντων,
χωρίς παρέκκλιση.
Ο ήλιος ζέσταινε τα κορμιά
ηδονικά ξεκουρδίζοντάς τα
σπάζοντας τη συντονισμένη,
επιδέξια κίνηση τους.
Η στερεή μορφή της μαριονέτας έλιωνε
κι οι μαλακές γραμμές
άλλαζαν με ποικιλία το περίγραμμα.
Στην παρείσακτη ηλιαχτίδα
τα μάτια παίρναν τα χρώματα της ίριδας
κι οι καρδιές συνταξίδευαν.
Κλείσανε το παράθυρο.
Διώξαν το φως.
Οι ζωγραφιές τους τυπώθηκαν τώρα
σε χιλιάδες πανομοιότυπα σχήματα.
Χωρίς σπασμένες γραμμές.
Χωρίς διαφάνεια.
Χωρίς χρώμα.
Προπάντων,
χωρίς παρέκκλιση.
ΠΑΛΜΟΙ
Τα πρωινά στον ξεχασμένο κάμπο κοιτούσαμε με απορία
τις ρυτίδες, το κυρτωμένο κορμί του πατέρα
και στ' αυτιά μας έφταναν ήχοι
από τις παράξενες συνομιλίες του
με το νερό καθώς πότιζε το περιβόλι.
Χαμογελούσαμε με συγκατάβαση
όταν μουρμούριζε στο χώμα:
«Γιατί η καρδιά μας δε γερνάει;
Γιατί επιμένουμε;»
Το γήρασμα της καρδιάς
θεωρούσαμε φυσικό
ν' ακολουθεί τις πληγές του σώματος.
Ήμασταν ακόμα παιδιά...
Η καρδιά μας τώρα,
πάλλει στον ίδιο το ρυθμό,
με τη νεανική ένταση
να σπρώχνει το αίμα
στις κουρασμένες πια αρτηρίες.
Μεθυσμένη, ονειρώδης,
πάλλει η καρδιά
και γλιστρά η ζωή
σαν δροσερός αγέρας
μέσα από τις χαραμάδες
και τα ανοίγματα του χρόνου.
τις ρυτίδες, το κυρτωμένο κορμί του πατέρα
και στ' αυτιά μας έφταναν ήχοι
από τις παράξενες συνομιλίες του
με το νερό καθώς πότιζε το περιβόλι.
Χαμογελούσαμε με συγκατάβαση
όταν μουρμούριζε στο χώμα:
«Γιατί η καρδιά μας δε γερνάει;
Γιατί επιμένουμε;»
Το γήρασμα της καρδιάς
θεωρούσαμε φυσικό
ν' ακολουθεί τις πληγές του σώματος.
Ήμασταν ακόμα παιδιά...
Η καρδιά μας τώρα,
πάλλει στον ίδιο το ρυθμό,
με τη νεανική ένταση
να σπρώχνει το αίμα
στις κουρασμένες πια αρτηρίες.
Μεθυσμένη, ονειρώδης,
πάλλει η καρδιά
και γλιστρά η ζωή
σαν δροσερός αγέρας
μέσα από τις χαραμάδες
και τα ανοίγματα του χρόνου.
ΧΩΡΙΣ ΝΟΗΜΑ
Το παιδί ρώτησε πάλι τους μεγάλους
αν εφέτος ο Αϊ-Βασίλης θα του μιλήσει
σαν ακούσει το μεγάλο ευχαριστώ για τα πλούσια δώρα του.
Η απόκριση μας
ένα μουρμουρητό χωρίς νόημα.
Το παιδί τεντώνει την ψυχή
να συλλάβει την αρμονία των ήχων...
Ορθά τα μάτια
μαχαιρώνουν το λόγο
κι επίμονα μας πολιορκούν:
«Ποιος σέρνει το έλκηθρο μέσα στα χιόνια;»
αν εφέτος ο Αϊ-Βασίλης θα του μιλήσει
σαν ακούσει το μεγάλο ευχαριστώ για τα πλούσια δώρα του.
Η απόκριση μας
ένα μουρμουρητό χωρίς νόημα.
Το παιδί τεντώνει την ψυχή
να συλλάβει την αρμονία των ήχων...
Ορθά τα μάτια
μαχαιρώνουν το λόγο
κι επίμονα μας πολιορκούν:
«Ποιος σέρνει το έλκηθρο μέσα στα χιόνια;»
ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ
Κοιτάζει το φεγγάρι απ' το παράθυρο.
Μάταια προσπαθεί να το αγκαλιάσει.
Κι όμως φαίνεται να 'ναι πλάι της. Απλώνει το χέρι.
Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών.
Βγαίνει έξω στην αυλή προς το πηγάδι.
Το φεγγάρι έχει τώρα έναν αδελφό
που επιπλέει χορεύοντας
στο νερό του πηγαδιού.
Αρπάζει τον κουβά,
μαζεύει το φεγγάρι
και με λαχτάρα το σφαλίζει
καλύπτοντας το
με τα δυο μικρά της χέρια.
Μάταια προσπαθεί να το αγκαλιάσει.
Κι όμως φαίνεται να 'ναι πλάι της. Απλώνει το χέρι.
Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών.
Βγαίνει έξω στην αυλή προς το πηγάδι.
Το φεγγάρι έχει τώρα έναν αδελφό
που επιπλέει χορεύοντας
στο νερό του πηγαδιού.
Αρπάζει τον κουβά,
μαζεύει το φεγγάρι
και με λαχτάρα το σφαλίζει
καλύπτοντας το
με τα δυο μικρά της χέρια.
ΤΑΞΙΔΙΑ
Περάσαμε τη ζωή μας ταξιδεύοντας
στους λερούς δρόμους του Μπρούκλιν.
Παίξαμε, εκ του ασφαλούς,
διασχίζοντας το Σέντραλ Παρκ,
ανατριχιάζοντας σε κάθε κίνηση σκιών των απεγνωσμένων.
Χαζέψαμε την αγωνία
των βετεράνων του Βιετνάμ
που έκοβαν στα δυο, με ειδικά μαχαίρια, την ψυχή τους.
Κρατήσαμε συντροφιά
στους μοναχικούς καβαλάρηδες
και ψάλλαμε δυνατά
στις εκκλησίες των νέγρων.
Όταν άναβαν τα φώτα,
αναγνωρίζαμε τους ίδιους ίσκιους
στα πρόσωπα των ανθρώπων
που κάθε βράδυ παίρναν το ίδιο τραίνο,
την ίδια ώρα, κι από τον ίδιο πάντα σταθμό.
Το τραίνο που δεν ακολουθούσε
ποτέ το ίδιο δρομολόγιο
και δε γνώριζες
τους ενδιάμεσους σταθμούς,
ούτε το τέρμα.
Κι όταν ξανάσβηναν τα φώτα, πάλι ταξίδια.
Ταξίδια που δεν έγιναν, κι όμως υπήρξαν.
στους λερούς δρόμους του Μπρούκλιν.
Παίξαμε, εκ του ασφαλούς,
διασχίζοντας το Σέντραλ Παρκ,
ανατριχιάζοντας σε κάθε κίνηση σκιών των απεγνωσμένων.
Χαζέψαμε την αγωνία
των βετεράνων του Βιετνάμ
που έκοβαν στα δυο, με ειδικά μαχαίρια, την ψυχή τους.
Κρατήσαμε συντροφιά
στους μοναχικούς καβαλάρηδες
και ψάλλαμε δυνατά
στις εκκλησίες των νέγρων.
Όταν άναβαν τα φώτα,
αναγνωρίζαμε τους ίδιους ίσκιους
στα πρόσωπα των ανθρώπων
που κάθε βράδυ παίρναν το ίδιο τραίνο,
την ίδια ώρα, κι από τον ίδιο πάντα σταθμό.
Το τραίνο που δεν ακολουθούσε
ποτέ το ίδιο δρομολόγιο
και δε γνώριζες
τους ενδιάμεσους σταθμούς,
ούτε το τέρμα.
Κι όταν ξανάσβηναν τα φώτα, πάλι ταξίδια.
Ταξίδια που δεν έγιναν, κι όμως υπήρξαν.
ΕΓΕΡΣΗ
Μορφές, σχήματα και επιθυμίες
στο υγρό πέπλο της αυγής.
Λευκά περιστέρια φέραν το μήνυμα
και τ' απίθωσαν στο πεζούλι.
Τα παράθυρα μια χαραμάδα...
Λιωμένο χρυσάφι δρασκελά
παίζοντας με το βάρος
που κράτησε τα βλέφαρα κλειστά.
Άγγιξε τους μαύρους κύκλους.
Στάζει βαθύ χρυσό
στους αρμούς της μνήμης
και απαλά, διακριτικά,
- σχεδόν ανεπαίσθητα -
προλειαίνει την έγερση μας.
στο υγρό πέπλο της αυγής.
Λευκά περιστέρια φέραν το μήνυμα
και τ' απίθωσαν στο πεζούλι.
Τα παράθυρα μια χαραμάδα...
Λιωμένο χρυσάφι δρασκελά
παίζοντας με το βάρος
που κράτησε τα βλέφαρα κλειστά.
Άγγιξε τους μαύρους κύκλους.
Στάζει βαθύ χρυσό
στους αρμούς της μνήμης
και απαλά, διακριτικά,
- σχεδόν ανεπαίσθητα -
προλειαίνει την έγερση μας.
ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΗ
Μέσα σε κάθε συμβιβασμό
κτίζεται ο τάφος
μιας στιγμής του μέλλοντος.
Η γαλήνη που σε κέρδισε
έκρυψε όλους τους ανέμους στο ασκί
και ζωγράφισε τη μορφή σον
μούμια των ερήμων
άλαλη στο χρόνο.
κτίζεται ο τάφος
μιας στιγμής του μέλλοντος.
Η γαλήνη που σε κέρδισε
έκρυψε όλους τους ανέμους στο ασκί
και ζωγράφισε τη μορφή σον
μούμια των ερήμων
άλαλη στο χρόνο.
Η ΑΓΑΠΗ
Νιώσαμε πως δε μαστορεύεται η αγάπη
κι ούτε ακολουθεί σαν πιστό σκυλί
τις τρομαγμένες ψυχές.
Κι ούτε υπόσχεται ανάπαυση
μήτε εξαγοράζεται
με ράβδους σοφίας ή χρυσού.
Είδαμε το πρόσωπο της
που δεν ήταν άσκαφτο
μα ούτε φαγωμένο.
Ο καρπός που δε βαστά πια στο δέντρο
αλλά και δε χαραμίζεται στο χώμα
μήτε στ' άγουρα σπάργανα της άγνοιας.
Μια λαχτάρα κρέμεται από το δέντρο
της Ζωής έτοιμη ν' αφήσει τη μήτρα,
έτοιμη για βρώση.
κι ούτε ακολουθεί σαν πιστό σκυλί
τις τρομαγμένες ψυχές.
Κι ούτε υπόσχεται ανάπαυση
μήτε εξαγοράζεται
με ράβδους σοφίας ή χρυσού.
Είδαμε το πρόσωπο της
που δεν ήταν άσκαφτο
μα ούτε φαγωμένο.
Ο καρπός που δε βαστά πια στο δέντρο
αλλά και δε χαραμίζεται στο χώμα
μήτε στ' άγουρα σπάργανα της άγνοιας.
Μια λαχτάρα κρέμεται από το δέντρο
της Ζωής έτοιμη ν' αφήσει τη μήτρα,
έτοιμη για βρώση.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Ελευθερία - κρυμμένη πίσω απ' τ' όνομα σου.
Παιγνίδι στο χέρι του Δόλου
πώς μπορείς να ησυχάζεις στη νάρκη
που βύθισε τ' όνειρο;
Στου φεγγαριού την ασπράδα,
γράφεις ανέμελους ύμνους
εσύ, η ξεριζωμένη ροδιά
που κουράστηκε να ψάχνει
για κοράλλια στο διάφανο δέρμα.
Ελευθερία, δανεισμένο όνομα.
Σου κλέψαν το κορμί
και στόλισαν το φάντασμα σου
μ' όλα τα πλούτη,
μ' όλες τις συλλαβές σου
και σε κρέμασαν έξω από τα παράθυρα των οπαδών σου.
Ένα σκιάχτρο γίνανε οι νύχτες που διψούν το κλεμμένο σου σώμα.
Παιγνίδι στο χέρι του Δόλου
πώς μπορείς να ησυχάζεις στη νάρκη
που βύθισε τ' όνειρο;
Στου φεγγαριού την ασπράδα,
γράφεις ανέμελους ύμνους
εσύ, η ξεριζωμένη ροδιά
που κουράστηκε να ψάχνει
για κοράλλια στο διάφανο δέρμα.
Ελευθερία, δανεισμένο όνομα.
Σου κλέψαν το κορμί
και στόλισαν το φάντασμα σου
μ' όλα τα πλούτη,
μ' όλες τις συλλαβές σου
και σε κρέμασαν έξω από τα παράθυρα των οπαδών σου.
Ένα σκιάχτρο γίνανε οι νύχτες που διψούν το κλεμμένο σου σώμα.
ΑΤΙΤΛΟ
Έχεις στο χέρι σον την αγάπη
που δονεί τη φτερούγα των αγγέλων
και σε παίρνει πέρα στη νύχτα
των ανθρώπων που σου άνοιξαν
την πόρτα της ψυχής και των σωμάτων.
Γιατί ανοίγεις διάπλατα τα χέρια
στους ουρανούς -τρελός- μέσα στην πρόνοια του σαρκίου σου;
Ο κόσμος πασκίζει να μας απαλλάξει από το βάρος της ψυχής μας.
που δονεί τη φτερούγα των αγγέλων
και σε παίρνει πέρα στη νύχτα
των ανθρώπων που σου άνοιξαν
την πόρτα της ψυχής και των σωμάτων.
Γιατί ανοίγεις διάπλατα τα χέρια
στους ουρανούς -τρελός- μέσα στην πρόνοια του σαρκίου σου;
Ο κόσμος πασκίζει να μας απαλλάξει από το βάρος της ψυχής μας.
ΜΟΡΦΟΥ 1992
Φως πολύεδρο.
Άγουροι καρποί του σφρίγους
σ' εκτεθειμένα σώματα
στα χείλη της κλεμμένης γης.
Βλαστοί, σαν πληγές ανάλλαγες της νοτιάς,
σφράγισαν στην υγρασία των ίσκιων
τις πρώτες διαθέσεις...
Άνυδρα τώρα μέρη τρέφουν τους ίσκιους.
Μια μνρωδιά από ένα μανταρίνι
που δεν πρόλαβα να ξεφλουδίσω αρμενίζει
στις θολές γραμμές των νοτισμένων κήπων...
Κτίσαμε καράβια
για να μας είναι πιο εύκολο
το ξερίζωμα.
Άγουροι καρποί του σφρίγους
σ' εκτεθειμένα σώματα
στα χείλη της κλεμμένης γης.
Βλαστοί, σαν πληγές ανάλλαγες της νοτιάς,
σφράγισαν στην υγρασία των ίσκιων
τις πρώτες διαθέσεις...
Άνυδρα τώρα μέρη τρέφουν τους ίσκιους.
Μια μνρωδιά από ένα μανταρίνι
που δεν πρόλαβα να ξεφλουδίσω αρμενίζει
στις θολές γραμμές των νοτισμένων κήπων...
Κτίσαμε καράβια
για να μας είναι πιο εύκολο
το ξερίζωμα.
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΣΥΝΕΣΤΙΑΣΗ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΟΡΦΟΥ (ΛΕΥΚΩΣΙΑ 1990)
Όταν ήμασταν έφηβοι, ξανοιγόμασταν
στο περιβόλι ή στο ακρογιάλι
με τις πέτρες και την κόκκινη θάλασσα.
Τ' απογεύματα, με την αρμύρα στους γυμνούς ώμους,
ανεβαίναμε στο θέατρο των Σόλων
και χαϊδεύαμε από ψηλά τα κίτρινα στάχια
που 'σβηναν κύματα - κύματα
στην αποβάθρα του μεταλλείου.
Πέρα στον ορίζοντα, σαν σκιές, καράβια
ή οι ακτές της Τουρκίας...
Κι ολόγυρα μεθυστικά πολιορκούσαν
οι ανάσες των κοριτσιών.
Σαν βράδιαζε, με σκηνικό τα φώτα των πλοίων,
έβγαινε ο Ορέστης τρελός,
κυνηγημένος από τις Ερινύες
να αναγνωρίζει έξαφνα
την αδελφή του στην Ταυρίδα
Και να 'μαστε τώρα μαζί.
Τούτη η νύχτα κρύβει τις σκιές.
Τ' άγουρα στάχια.
Το πρώτο σκίρτημα που θέρισε το κακό.
Το πρόσωπο του καλοκαιριού που άλλαξε.
Αυτή τη νύχτα στις ματιές μας, μαζί με τα σημάδια του καιρού,
ψηλαφίζουμε τη γεύση εκείνη την πρωτόγνωρη.
Τη μορφή που δρασκέλισε τα πιο βαθιά όνειρα μας. Το ρίγος της άγνοιας
και τη διάτρητη κίνηση των λευκών σωμάτων.
Τη μεταμέλεια των αναβολών
και την οδύνη της ικεσίας των παθών μας.
Ένα παλιό σινιάλο.
Το καράβι που θα μας αφήσει
ναυαγούς στο πέτρινο ακρογιάλι.
στο περιβόλι ή στο ακρογιάλι
με τις πέτρες και την κόκκινη θάλασσα.
Τ' απογεύματα, με την αρμύρα στους γυμνούς ώμους,
ανεβαίναμε στο θέατρο των Σόλων
και χαϊδεύαμε από ψηλά τα κίτρινα στάχια
που 'σβηναν κύματα - κύματα
στην αποβάθρα του μεταλλείου.
Πέρα στον ορίζοντα, σαν σκιές, καράβια
ή οι ακτές της Τουρκίας...
Κι ολόγυρα μεθυστικά πολιορκούσαν
οι ανάσες των κοριτσιών.
Σαν βράδιαζε, με σκηνικό τα φώτα των πλοίων,
έβγαινε ο Ορέστης τρελός,
κυνηγημένος από τις Ερινύες
να αναγνωρίζει έξαφνα
την αδελφή του στην Ταυρίδα
Και να 'μαστε τώρα μαζί.
Τούτη η νύχτα κρύβει τις σκιές.
Τ' άγουρα στάχια.
Το πρώτο σκίρτημα που θέρισε το κακό.
Το πρόσωπο του καλοκαιριού που άλλαξε.
Αυτή τη νύχτα στις ματιές μας, μαζί με τα σημάδια του καιρού,
ψηλαφίζουμε τη γεύση εκείνη την πρωτόγνωρη.
Τη μορφή που δρασκέλισε τα πιο βαθιά όνειρα μας. Το ρίγος της άγνοιας
και τη διάτρητη κίνηση των λευκών σωμάτων.
Τη μεταμέλεια των αναβολών
και την οδύνη της ικεσίας των παθών μας.
Ένα παλιό σινιάλο.
Το καράβι που θα μας αφήσει
ναυαγούς στο πέτρινο ακρογιάλι.
ΕΝΑ ΠΡΑΣΙΝΟ ΘΟΛΟ
Ο πατέρας γέρασε. Πάνε χρόνια πον 'φνγε διωγμένος απ' το περιβόλι του
να μετράει την καρδιά του σε παροικιακούς καφενέδες.
Στο καπνό του τσιγάρου
μορφές βιαστικές σαν πλοκάμια
τυλίγονται στο θαμπό τζάμι.
Το Λονδίνο μια ομίχλη.
Η Μόρφου ένα πράσινο θολό.
Και δε λέει να ταξιδέψει
να δει τ' αγγόνια του στο νότο.
Λέει πως γέρασε πολύ και δε θ' αντέξει το ταξίδι.
Όμως εμείς ξέρουμε πως δε θ' αντέξει
το σιδερένιο νήμα της λήθης και της φωτιάς.
Την έπαρση του εφήμερου
Το κτίσμα το πεπερασμένο.
Τον τάφο των πουλιών
που αψήφησαν τις έγκλειστες πνοές
των ούριων ανέμων.
"Μη σας νοιάζει που δεν έρχομαι στ' αγγόνια μου.
Σαν γυρίσει το σύννεφο θα τρυγήσω το περιβόλι."
να μετράει την καρδιά του σε παροικιακούς καφενέδες.
Στο καπνό του τσιγάρου
μορφές βιαστικές σαν πλοκάμια
τυλίγονται στο θαμπό τζάμι.
Το Λονδίνο μια ομίχλη.
Η Μόρφου ένα πράσινο θολό.
Και δε λέει να ταξιδέψει
να δει τ' αγγόνια του στο νότο.
Λέει πως γέρασε πολύ και δε θ' αντέξει το ταξίδι.
Όμως εμείς ξέρουμε πως δε θ' αντέξει
το σιδερένιο νήμα της λήθης και της φωτιάς.
Την έπαρση του εφήμερου
Το κτίσμα το πεπερασμένο.
Τον τάφο των πουλιών
που αψήφησαν τις έγκλειστες πνοές
των ούριων ανέμων.
"Μη σας νοιάζει που δεν έρχομαι στ' αγγόνια μου.
Σαν γυρίσει το σύννεφο θα τρυγήσω το περιβόλι."
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)