Στη μέση του χωραφιού έπιασε κουβέντα
μ' ένα παλιό σαράβαλο, αφημένο
στην αφή των πουλιών. Χωρίς πόρτες,
τσακισμένο, παραμορφωμένο και σκουριασμένο.
Απόχρωση στερεής τέφρας
που κάθε μέρα λιγόστευε τη σκιά της.
Το στοιχειωμένο σίδερο έθρεψε στα στίγματα της
σκουριάς το πλήθος που τ' αγκάλιασε.
Την πρώτη παρουσία. Μύριζε δέρμα και φρεσκομπογιά.
Μια ζάλη μεθούσε τα χέρια που μανουβράραν το τιμόνι.
Το στοιχειό του χωραφιού
στη μοίρα του τώρα - ίδια η μοίρα -μιλάει με τον αγέρα,
τη βροχή και το χώμα.
4 σχόλια:
Φανταστική(ωραία) και συνάμα συνταρακτική η εικόνα που δημιουργησες,Γιάννη.Κι εκείνο το ...ίδια η μοίρα;
Τα σχόλιά σου Χάρη μου με τιμούν ιδιαίτερα γιατί προέρχονται από έναν εξαίρετο φιλόλογο και δημιουργό.Μου άρεσε η λέξη συνταρακτική.Έτσι ένιωθα όταν "έστηνα" τις εικόνες του ποιήματος.
Στη μέση του πουθενά θα θελα να βρεθώ...
Κουράστηκα τον άνθρωπο...
Πόσο δίκαιο έχεις Μαρία. Ναι στη μέση του πουθενά.Κοντά στην αληθινή και αναπότρεπτη μοίρα μπορεί να νιώθουμε και καλύτερα.
Δημοσίευση σχολίου