11 Φεβ 2010

ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΑ

Στη μέση του χωραφιού έπιασε κουβέντα
μ' ένα παλιό σαράβαλο, αφημένο
στην αφή των πουλιών. Χωρίς πόρτες,
τσακισμένο, παραμορφωμένο και σκουριασμένο.
Απόχρωση στερεής τέφρας
που κάθε μέρα λιγόστευε τη σκιά της.
Το στοιχειωμένο σίδερο έθρεψε στα στίγματα της
σκουριάς το πλήθος που τ' αγκάλιασε.
Την πρώτη παρουσία. Μύριζε δέρμα και φρεσκομπογιά.
Μια ζάλη μεθούσε τα χέρια που μανουβράραν το τιμόνι.
Το στοιχειό του χωραφιού
στη μοίρα του τώρα - ίδια η μοίρα -μιλάει με τον αγέρα,
τη βροχή και το χώμα.