Στάλες ακριβές μιας ουσίας μυστικής
ποτίζουν το χώμα ποτίζουν τις ρίζες
και σηκώνουν τη λήθη
να γυρίσει στα σπάργανα.
9 Σεπ 2010
24 Αυγ 2010
ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ
Αν μπορούσες
να χαμήλωνες τ'ανάστημα
να χωρούσες ξανά
στο γέλιο και τη λύπη ενός παιδιού,
ίσως να ένιωθες έστω κι αργά
την αννποψία της μάταιης δόξας.
Ίσως να μπορούσες για μια στιγμή
να διαγράψεις τα προσωπεία
που αλλοίωσαν τη ζωή σου
και το ευτελές αντίκρισμα
του αβέβαιου κέρδους.
Τα ταπεινά πουλιά, στη δόξα της γύμνιας τους,
γράφουν διαδρομές αγγέλων
και τροπισμούς φωτός.
να χαμήλωνες τ'ανάστημα
να χωρούσες ξανά
στο γέλιο και τη λύπη ενός παιδιού,
ίσως να ένιωθες έστω κι αργά
την αννποψία της μάταιης δόξας.
Ίσως να μπορούσες για μια στιγμή
να διαγράψεις τα προσωπεία
που αλλοίωσαν τη ζωή σου
και το ευτελές αντίκρισμα
του αβέβαιου κέρδους.
Τα ταπεινά πουλιά, στη δόξα της γύμνιας τους,
γράφουν διαδρομές αγγέλων
και τροπισμούς φωτός.
23 Ιουλ 2010
ΟΙΩΝΟΣ
Όταν πέφτει το φως
κουρνιάζουν τα τεντωμένα βήματα.
Κι οι φωνές που στο διάστημα της μέρας
μεγεθύνονταν στρεβλωτικά
στ' αβέβαιο τραγούδι τους
αποσιώπησαν την ταραχή τους.
Κι έμεινες γυμνός, ακάλυπτος
να περιμένεις το αναπότρεπτο φως της σελήνης
να λούσει την κούραση της ψυχής
που επιμένει στη σκληρή γαλήνη σου -
που στέκεται στον άδειο χώρο
στο κίτρινο φως
να σε χωνιάσει στη σκιά της
σαν τη μητέρα που θρηνεί
πρωθύστερα
τον πόνο του παιδιού της.
κουρνιάζουν τα τεντωμένα βήματα.
Κι οι φωνές που στο διάστημα της μέρας
μεγεθύνονταν στρεβλωτικά
στ' αβέβαιο τραγούδι τους
αποσιώπησαν την ταραχή τους.
Κι έμεινες γυμνός, ακάλυπτος
να περιμένεις το αναπότρεπτο φως της σελήνης
να λούσει την κούραση της ψυχής
που επιμένει στη σκληρή γαλήνη σου -
που στέκεται στον άδειο χώρο
στο κίτρινο φως
να σε χωνιάσει στη σκιά της
σαν τη μητέρα που θρηνεί
πρωθύστερα
τον πόνο του παιδιού της.
17 Ιουν 2010
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΞΕΡΟΥ
Σπίτια χαμηλοτάβανα σειρά περίμεναν
τη δειλινή σκιά μας να χαμογελάσει
στα οπλισμένα τόξα της κρυφής χαράς των κοριτσιών.
Κι οι ματιές τους πιο πάνω από τη θάλασσα
πάντα αφρισμένες να σημαδεύουν
το χλωρό μας θόλο πάντα σαίτες
βουτηγμένες στο μύχιο χρόνο τον κομμένο στα δυο
τον κλεμμένο ιστό της αδέξιας ορμής μας.
Οι πινελιές που χάραξε το φως των χειλιών τους
αυλάκωσαν το μέτωπο μας
να ταξιδέψουν τα λιγνά τους σώματα
κι οι ψυχές που έμειναν πίσω
ξωτικά της πλανόδιας πεθυμιάς.
Στοιχειά των ανέμων
που γδέρνουν το μετέωρο τραγούδι μας.
Μα νιώσαμε τη θάλασσα στον τριγμό της ήβης
ν' ανοίγει διάπλατα
τα πέταλα των απολιθωμένων πόθων.
τη δειλινή σκιά μας να χαμογελάσει
στα οπλισμένα τόξα της κρυφής χαράς των κοριτσιών.
Κι οι ματιές τους πιο πάνω από τη θάλασσα
πάντα αφρισμένες να σημαδεύουν
το χλωρό μας θόλο πάντα σαίτες
βουτηγμένες στο μύχιο χρόνο τον κομμένο στα δυο
τον κλεμμένο ιστό της αδέξιας ορμής μας.
Οι πινελιές που χάραξε το φως των χειλιών τους
αυλάκωσαν το μέτωπο μας
να ταξιδέψουν τα λιγνά τους σώματα
κι οι ψυχές που έμειναν πίσω
ξωτικά της πλανόδιας πεθυμιάς.
Στοιχειά των ανέμων
που γδέρνουν το μετέωρο τραγούδι μας.
Μα νιώσαμε τη θάλασσα στον τριγμό της ήβης
ν' ανοίγει διάπλατα
τα πέταλα των απολιθωμένων πόθων.
15 Μαΐ 2010
Η ΣΟΔΕΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Στην οργή της ψυχής σου
βάλε ένα σύννεφο πυκνό της βροχής.
Στο ουράνιο τόξο που ακολουθεί
θα δεις όλα τα χρώματα
να σταλάζουν τη σοδειά των ονείρων.
βάλε ένα σύννεφο πυκνό της βροχής.
Στο ουράνιο τόξο που ακολουθεί
θα δεις όλα τα χρώματα
να σταλάζουν τη σοδειά των ονείρων.
13 Απρ 2010
ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
Σκαρφάλωσες στ' άδυτα βράχια.
Στις αητοφωλιές των ρωγμών
και των γόνιμων χρωμάτων.
Πυκνές φτερούγες έκρυψαν το λεπίδι
που έμελλε να βυθιστεί
στη χίμαιρα της πρώιμης ανθοφορίας.
Άνεμοι στη γέννηση τους στέγνωσαν
τ' αραγμένα ξύλα παίρνοντας τη νοτιά της εξορίας
- απόμακρη καταιγίδα -πίσω στην πράσινη μήτρα.
Υπάρχεις στο σκοτεινό ποτάμι της μύχιας ταραχής.
Στην τεντωμένη χορδή της πλήρωσης και της λιγοθυμιάς του ονείρου.
Γύρισε ο καιρός.
Σήκωσε το τραγούδι μας
να οριοθετήσει ταξίδια στο άπειρο.
Στις αητοφωλιές των ρωγμών
και των γόνιμων χρωμάτων.
Πυκνές φτερούγες έκρυψαν το λεπίδι
που έμελλε να βυθιστεί
στη χίμαιρα της πρώιμης ανθοφορίας.
Άνεμοι στη γέννηση τους στέγνωσαν
τ' αραγμένα ξύλα παίρνοντας τη νοτιά της εξορίας
- απόμακρη καταιγίδα -πίσω στην πράσινη μήτρα.
Υπάρχεις στο σκοτεινό ποτάμι της μύχιας ταραχής.
Στην τεντωμένη χορδή της πλήρωσης και της λιγοθυμιάς του ονείρου.
Γύρισε ο καιρός.
Σήκωσε το τραγούδι μας
να οριοθετήσει ταξίδια στο άπειρο.
11 Φεβ 2010
ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΑ
Στη μέση του χωραφιού έπιασε κουβέντα
μ' ένα παλιό σαράβαλο, αφημένο
στην αφή των πουλιών. Χωρίς πόρτες,
τσακισμένο, παραμορφωμένο και σκουριασμένο.
Απόχρωση στερεής τέφρας
που κάθε μέρα λιγόστευε τη σκιά της.
Το στοιχειωμένο σίδερο έθρεψε στα στίγματα της
σκουριάς το πλήθος που τ' αγκάλιασε.
Την πρώτη παρουσία. Μύριζε δέρμα και φρεσκομπογιά.
Μια ζάλη μεθούσε τα χέρια που μανουβράραν το τιμόνι.
Το στοιχειό του χωραφιού
στη μοίρα του τώρα - ίδια η μοίρα -μιλάει με τον αγέρα,
τη βροχή και το χώμα.
μ' ένα παλιό σαράβαλο, αφημένο
στην αφή των πουλιών. Χωρίς πόρτες,
τσακισμένο, παραμορφωμένο και σκουριασμένο.
Απόχρωση στερεής τέφρας
που κάθε μέρα λιγόστευε τη σκιά της.
Το στοιχειωμένο σίδερο έθρεψε στα στίγματα της
σκουριάς το πλήθος που τ' αγκάλιασε.
Την πρώτη παρουσία. Μύριζε δέρμα και φρεσκομπογιά.
Μια ζάλη μεθούσε τα χέρια που μανουβράραν το τιμόνι.
Το στοιχειό του χωραφιού
στη μοίρα του τώρα - ίδια η μοίρα -μιλάει με τον αγέρα,
τη βροχή και το χώμα.
18 Ιαν 2010
ΦΑΡΑΓΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Περαστικοί μαχόμαστε λαθραία
την παράταιρη ιαχή του συρφετού.
Γλυστράμε στα φαράγγια των αγγέλων
στο βαθύ ποτάμι που χάραξε το βάραθρο
έπνιξε τη φωνή πήρε πίσω το λευκό, γυμνό τους σώμα
και τους έριξε σε ξένα σκοτάδια.
Αγκυλώνουμε τους ώμους
μέχρι που τα σώματα πια
να μην ξεχωρίζουν απ' τις λείες πέτρες
που σμίλεψε απαλύνοντας η τριβή των δειλινών
κι οι κορεμένοι πόνοι.
Εμμένουμε στο χαλασμό του λευκού
ανάβοντας κεριά
στην αγρυπνία της θνητής στιγμής και της διάψευσης.
Κι οι πέτρες στην τριβή της αέναης παρουσίας
μέχρι το στίγμα της τέφρας
μέχρι τους σπόρους της γης.
την παράταιρη ιαχή του συρφετού.
Γλυστράμε στα φαράγγια των αγγέλων
στο βαθύ ποτάμι που χάραξε το βάραθρο
έπνιξε τη φωνή πήρε πίσω το λευκό, γυμνό τους σώμα
και τους έριξε σε ξένα σκοτάδια.
Αγκυλώνουμε τους ώμους
μέχρι που τα σώματα πια
να μην ξεχωρίζουν απ' τις λείες πέτρες
που σμίλεψε απαλύνοντας η τριβή των δειλινών
κι οι κορεμένοι πόνοι.
Εμμένουμε στο χαλασμό του λευκού
ανάβοντας κεριά
στην αγρυπνία της θνητής στιγμής και της διάψευσης.
Κι οι πέτρες στην τριβή της αέναης παρουσίας
μέχρι το στίγμα της τέφρας
μέχρι τους σπόρους της γης.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)