20 Μαΐ 2009

ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΙ

Πνίγουμε τις στιγμές μας σε μια στάλα της έγνοιας
σέρνοντας πίσω μας μικρούς κι ασήμαντους φόβους
που βαραίνουν τα βήματα
ταράζουν τα όνειρα
κι εξασθενίζουν τα χέρια.


Κι όταν ξαφνικά συναντούμε τους άλλους
με τον αιώνιο σταυρό στους ώμους
τις πληγές που δεν κλείνουν
και κείνο το χαμόγελο
της απόλυτης επίγνωσης του μαρτυρίου
στεκόμαστε με δέος και κοιτάμε.
Όπως κοιτάμε την εικόνα ενός αγίου
κρύβοντας αμήχανα τη ντροπή μας
πίσω απ το χαμόγελο
της ύστατης μεταμέλειας.

8 σχόλια:

Μαρια Νικολαου είπε...

Γιατι αληθεια πνίγουμε τις στιγμές μας;
Τι ειναι εκεινο που φοβομαστε;
Μηπως ο ίδιος μας ο εαυτός ;

Καλη σου μερα Γιάννη
Γεματο απορίες χωρις απαντησεις μαλλον το ποιημα σου

Yiannis είπε...

Ναι Μαρία τον εαυτό μας.¨Ομως είναι καο άλλοι που υποφέρουν πιο πολύ από μας όπως λέει η δεύτερη στροφή και τότε ντρεπόμαστε γιατί οι άλλοι που σηκώνουν πιο βαρύ σταυρό έμαθαν να χαμογελανε κ να υπομένουν σχεδόν ηρωικά.

ΑΠΑΘΕΙΑΤΕΛΟΣ είπε...

ΓΙΑ ΤΕΤΟΙΑ, ΦΙΛΕ ΓΙΑΝΝΗ, ΑΣ ΜΗ ΜΙΛΑΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΒΔΟΜΑΔΑ.ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΜΟΝΟ ΣΟΥ ΤΑΙΡΙΑΖΟΥ,ΣΑΝ ΑΥΤΌ ΤΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ,ΠΟΥ ΣΟΥ ΤΟ ΑΦΙΕΡΏΝΩ ΣΤΙΣ ΧΑΡΕΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΣΟΥ:
Σταματημένα τ΄ άλογα,
άς προσμένουν στην πλακόστρωτη απλωσιά ,
π΄ όλη γεμίζει από το χτύπο του πετάλου,
όπως πληθαίνει το συμπεθεριό-

και στριμωγμένες, ξαφνικά,
καπούλια με καπούλια οι μουλάρες,
άς σηκώνονται στα πισινά γι΄απλοχωριά-

κι΄ όλη ας γιομίζει ποδοβολητό, χλιμίντρισμα
η αυλή,
ενώ στις ράχες τους,
στρωμένες με σγουρόχρωμα φαντά,
με το πλευρό καβάλλα , οι συμπεθέρες,
στολισμένες σε μετάξια και χρυσά,
τινάζουνε απαλά τα γκέμια,
να κινήσουνε μαζί...

κι΄ όλο έχει αδειάσει το χωριό,
στο λιόχαρον αλώνι,
ομπρός στην εκκλησιά! )

Στημένη η νύφη ,
σε θρονί, που αστράφτει, χαμηλό,

μήτε δεξιά, ας κυττάει , μήτε ζερβά,
ενώ οι στολίστρες,
πίσω από τους ώμους της, ορτές,
απ΄ την κορυφή του κεφαλιού της,
της χωρίζουνε στη μέση τα μαλλιά,

κι΄αφού τα στρώνουν με το χτένι ,
και στον αέρα τα τινάξουν δώθε- κείθε,
δυνατά,
στα τρία τους δάχτυλα χωρίζοντας
τον απαλόνε θησαυρό-

με ήσυχα χέρια αρχίζουνε
να δένουν τις πλεξούδες,
σα σφεντόνα,
απανωτά!.....

Στους άσπρους τοίχους τα πλεγμένα στάχυα
ας λάμπουν καρφωτά,

κι΄απ΄ τόνα στ΄ άλλο παραθύρι
ας σαϊτεύει αστράφτοντας
η γληγοράδα του χελιδονιού!
Μα από τη νύφη, ασάλευτη, τριγύρα,
σκεπασμένη τώρα στ΄ αραχνόφαντο κεφαλοπάνι,
ας ξεχειλίζει η διάφανη σιγή,

κι΄ ο απάρθενος άς ρεύει λογισμός,
καθώς στα πλάγια τα βαθύχλοα
στον απάνεμο ήλιο,
τ΄ ανθορρόημα της αγραπιδιάς).

Μέσα στο πέπλο σου, άκουσες ,
βουβή θεοσάλευτη κάρδια;

Νά το το πρώτο πάτημα των μουλαριών
που ανακυκλάνε τα λιθάρια χαμηλά!!

Μα στο άτι απάνου , πόρχεται μπροστά ο γαμπρός ,
την πλάση όλη χαίρετε προικιό!

Πίνει τον ήλιο το κορμί του, πίνει ,
ως μια ζεστή ψιλή αμμουδιά,
τον πάντα νέον αφρό!

Κόκκινο φλάμπουρον ολύγιστο,
βαρύ από το κέντημα σγουρό κι΄ ανεβατό ,
με κρόσσια, ωσά βαλάνια, αρίθμητα ,
χρυσά,
πετάει φουχτιές αχτίδες
μπρός στα μάτια του η καρδιά!
Κι΄ ακούει! ....

Η δύναμη του οργώνεται και κλεί,
καθώς το χώμα πίσω απ΄ το γενί!

Και τέλος να, σαν ξεπεζεύει το κατώφλι του σπιτιού
στο αντίκρυσμα της νύφης,
του σωπαίνει ξαφνικά η καρδιά!

( Ώ βάθος και σιωπή της Παρθενιάς!)

Σά συγνεφιά ανοιξιάτικη ας απλώσει τώρα
το στεφανοσκέπασμα γλυκά

Σαν η ψυχάλα η ανοιξιάτικη
το ρύζι το κάτασπρο ας τιναχτεί!

Και τώρα πιά, διαβαίνει η περιστέρα
για το σπίτι του γαμπρού .

Μα η μάνα εκεί,
στη θύρα ομπρός τους σταματά.
Κι΄ αγούγετ΄ η άφθαρτη φωνή:

<< Στου κατωφλιού την πλάκα,
κι΄αν το γράψεις ,θυγατέρα ,
δε στέκει τ΄ονομά σου.
Πέρνα καθώς περνάει το χελιδόνι.
Κι΄ αν θες να μη σταθείς , μην ιδείς μπροστά σου,
διάβα καθώς με το βαρύ λαγήνι,
το γεμάτο νερό, που με μονάχα
το κεφάλι το ανέβαζες στο σπίτι-
και δεν εκύτταζες μπροστά, ούτε πίσω-
δεξιά , ζερβά δεν κύτταζες – και μήτε
τα χέρια γύρα σου έψαχναν ολοένα ,
μα έστριβαν το μαλλί κ΄ ήταν πιασμένα,
το κατώφλι έστι πέρνα , θυγατέρα!

Και κει, γαμπρέ , πόχει ο λαιμός χαράκι,
σαν η τρυγόνα κι΄ ως η περιστέρα,
εκεί μονάχα εγράφη το σημάδι,
( κι΄ ως τότε απάνου της μη βάλεις χέρι),
το κορμί να χωρίσει απ΄ το κεφάλι ,
της απιστίας αν ξημερώσει η μέρα!

Θυγατέρα , σαν θα έβγεις παρακάτου ,
στού πηγαδιού θ΄ανέβεις το ζωνάρι ,
να πιείς στερνό απ ΄ το χέρι μου ποτήρι ,
να χαιρετήσεις τα νερά του τόπου.
Θα πιείς νερό , όσο ζητά η καρδιά σου,
κι΄ όσο μείνει της μάνας σου θα μείνει,
π΄ άδειασ΄ η καρδιά της απ΄ το κλάμα
Θυγατέρα , στο σπίτι οπού πηγαίνεις ,
από μια θύρα ως θα διαβαίνεις σ΄ άλλη,
να μην ακούγεται το πάτημά σου .
Σαν το σπιτόφιδο ας γένει η καρδιά σου!
Σα ζυγαριά μπροστά απ΄τον άντρα σου στάσου.
Τον ύπνο κρατεί καθαρό θεμέλιο,
στις τέσσερες γωνιές η δυναμή σου
να φέγγει του σπιτιού, και τα ονειρά σου
να λέν τη μέρα, ορθό βαθύ, δική σου.

Πέρνα , η θύρα είν΄ ελεύθερη μπροστά σου!!>


ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΜΟΥ.

Ρένα είπε...

... στεκόμαστε με δέος και κοιτάμε
Πόσο αλήθεια αληθεινό μσζί και τραγικό είναι φίλε Γιάννη η απάθεια
και η μη συμμετοχή στον πόνο.
Καλό σου απόγευμα.

Yiannis είπε...

Φίλε μου Χάρη σε ευχαριστώ θερμά για τις ευχές σου και το ωραίο ποίημα του Σικελιανού που ομολογώ δεν το είχα υπόψη μου.Ελπίζω να περάσουμε όλοι καλά στο γάμο της κόρης μου.Και συ θα χορεύεις μέχρι το ξημέρωμα.

Yiannis είπε...

Ρένα σε ευχαριστώ για το πέρασμα κ το σχόλιο σου.Πραγματικά έχεις απόλυτο δίκαιο ότι ο σύγχρονος άνθρωπος ζει στην απάθεια κ στην αλλοτρίωση.Νομίζει ότι έτσι κερδίζει την ησυχία του κ χάνει την ψυχή του κ την αληθίνή ανθρώπινη επικοινωνία

ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ είπε...

Ελπίζω να μην άργησα για τον γάμο...
Μόνο ευχές έχω για σένα σήμερα καλέ μου φίλε. Να σου ζήσουν τα παιδιά και νάναι πάντα ευτυχισμένα.
Καλό απόγευμα.

Yiannis είπε...

Σ ευχαριστώ θερμά Σοφία μου για τις ευχές σου.Περάσαμε υπέροχα.